Ηράκλεια, Heraclea Lyncestis, Μοναστήρι, Μπίτολα, Битола


Ψηφιδωτό από τη Βασιλική της αρχαίας Ηράκλειας

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

"Ο βασιλιάς Φίλιππος της Μακεδονίας, έπειτα από νικηφόρες μάχες στα βορειοδυτικά του κράτους του, περί το 358 π.Χ. αφού κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Λύγκου, αποφάσισε να ιδρύσει πόλη, ως προπύργιο του μακεδονικού κράτους, που την ονόμασε Ηράκλεια, τιμώντας τη γενιά των Ηρακλειδών προγόνων του".


Ο Ηρόδοτος μας λέγει για την καταγωγή του βασιλικού γένους των Μακεδόνων από τον Τημενίδη του Άργους.




Φώτο: Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως τα θερμά λουτρά της αρχαίας Ηράκλειας






«ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων» (Ηρόδοτος, βιβλίον 0, 137).

Έτσι, η Ηράκλεια καθορίζεται ως αρχαιότατη ελληνική πόλη της μακεδονικής γης.
 Λίγους αιώνες μετά ο γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό την αναφέρει ως πόλη– σταθμό της αρχαίας οδού που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση.

« ...ἐκεῖθεν δ΄ ἐστὶ παρὰ Βαρνοῦντα διὰ Ἡρακλείας καὶ Λυγκηστῶν καὶ Ἐορδῶν εἰς Ἔδεσσαν καὶ Πέλλαν μέχρι Θεσσαλονικείας» (Στράβωνος επτά β΄).

Με την κατάλυση του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους, η Ηράκλεια δεν έμεινε στην αφάνεια. Η δημιουργία της Εγνατίας Οδού και η διέλευσή της από την πόλη, της έδωσε ώθηση ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο. Μετατράπηκε σε έναν σπουδαίο ρωμαϊκό σταθμό. Στην εποχή αυτή αναφέρονται τα εναπομείναντα ερείπια της αρχαίας πόλης, που βρίσκονται δύο χιλιόμετρα νότια της νεότερης πόλης Μοναστήρι ή Μπίτολα όπως την ονομάζουν οι σημερινοί κάτοικοι.

 











Φώτο: Η ρωμαϊκη Εγνατία Οδός περνούσε από την Ηράκλεια Λυγκηστίς


Στην τοποθεσία της αρχαία πόλης ανακαλύφθηκαν ρωμαϊκά θερμά λουτρά, αμφιθέατρο, πανέμορφα ψηφιδωτά πρωτο- χριστιανικής εποχής, πύλη εισόδου σε οδό κλπ.

Οι Ρωμαίοι για την ξεχωρίζουν από τις λοιπές πόλεις στην αυτοκρατορία τους, που είχαν την ίδια ονομασία, την έδωσαν την προσωνυμία Λυγκηστίς, που ήταν η ονομασία της ευρύτερης περιοχής. Έτσι έμεινε και γνωστή: Ηράκλεια Λυγκηστίς (Heraclea Lyncestis). Η προσωνυμία προέρχεται από το όνομα Λυγξ-γκός, που είναι ένα αιλουροειδές σαρκοφάγο ζώο καθώς και ένας αστερισμός στο βορρά, που σχηματίζει το κεφάλι του ζώου αυτού. Από τον αστερισμό κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται και η ονομασία της περιοχής - ως το βορειότερο μέρος της Μακεδονίας. Οι Λυγκησταί ήταν ένας ελεύθερος λαός που κυβερνιόταν από τους βασιλείς του, οι οποίοι ανήγαγαν την καταγωγή τους στο βασιλικό οίκο των Βακχιάδων της Κορίνθου.(A Geographical and Historical Description of Ancient Greece John Anthony Cramer, Oxford MDCCCXXVIII σελ. 193)


Η Ηράκλεια ήταν μια ακμαιότατη ελληνική πόλη του μακεδονικού βορρά. Ο Στέφανος Βυζάντιος ( 5ος-6ος μ.Χ.) την αναφέρει ως κτίσμα του Αμύντα του Φιλίππου και καθορίζει την ονομασία του κατοίκου. Λέει ακριβώς:


«Ἡράκλεια: Ἀμύντου τοῦ Φιλίππου κτίσμα.τό ἐθνικόν Ἡρακλεύς και Ἡρακλειώτης καί Ηρακλεώτης και Ἡράκλειον και Ἡρακλεωτικόν»


Ήδη στους χριστιανικούς αυτούς αιώνες παρουσιάζεται ως Επισκοπή της Πελαγονίας.

Αυτό μας γίνεται γνωστό από το 343 μ.Χ. με τα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας) όπου είχε λάβει μέρος ο επίσκοπος Ηρακλείας Λυγκηστής Ευάγριος. Επίσης από τη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου του 449 μας είναι γνωστός ο επίσκοπος Κουιντιλίνος.

Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα έχουμε μια μεγάλη καταστροφή της πόλης από τους Οστρογότθους και τους Βισιγότθους που υπό την αρχηγία του Θεοδόρικου την ρημάξανε.

Στα 518 μ.Χ. ένας φοβερός σεισμός κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η καταστροφή θα συμπληρωθεί στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου όταν θα δεχτεί επιθέσεις από σλαβικά φύλα που κατέβηκαν από το Δούναβη.








Φώτο: Ανατύπωση από ρωμαϊκό χάρτη του 1ου μ.Χ.αιώνα, με κόκκινο κύκλο η πόλη Ηράκλεια








Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια, αφού μας γίνεται γνωστό πως γύρω από την καταστραμμένη πόλη εγκαταστάθηκαν άγριες σλαβικές φυλές.

Κυρίαρχο σλαβικό φύλο αναφέρονται οι Δραγουβίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λυγκηστής (Πελαγονία).

Η Ηράκλεια όμως συνεχίζει να επιβιώνει μέσα στους αιώνες αφού σημειώνεται από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) με άλλες μακεδονικές πόλεις.

Από τον αιώνα όμως αυτόν, παύει να αναφέρεται, όπως πολλές πόλεις στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Η εποχή ταυτίζεται με την εξάπλωση των Βουλγάρων στα βόρεια τμήματα της Μακεδονίας, όπου είχαν καταλάβει αρκετές πόλεις, εγκατέστησαν βουλγαρικές διοικήσεις και έκτοτε παύουν να υφίστανται. Ιστορικά και αρχαιολογικά είναι από τότε καταστραμμένες.

Στον ίδιο χώρο της Ηράκλειας, δηλαδή, δίπλα από τα συντρίμμια της πόλης, δημιουργήθηκε ο νέος συγκροτημένος οικισμός. Αυτός ξεκινά με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Η νέα πόλη που φθάνει μέχρι τις μέρες μας, κτίζεται δίπλα στα απομεινάρια της αρχαίας. Οι σλαβικές φυλές με την πάροδο του χρόνου, αρχίζουν να εκπολιτίζονται και βιώνουν ειρηνικά με τους ελληνικούς πληθυσμούς. Τα χρόνια περνούν και η παλιά πόλη χάνει την αξία και την ονομασία της.

 Η νέα έγινε γνωστή ως Μοναστήρι, λόγω των μοναστηριών που ιδρύθηκαν στην περιοχή.

Μας λέει ο Α. Αρβανίτης (Η Μακεδονία εικονογραφημένη, Αθήνα 1909) πως έλαβε την ονομασία από τη Μονή που βρισκόταν στη νέα πόλη.
«Ιδρυτής της Μονής υπήρξε ο Ιουστινιανός, κατ’άλλους όμως αυτός ο Όσιος Ναούμ, μαθητής του μεγάλου Κυρίλλου, ο διδάξας τα εκεί βάρβαρα έθνη και εν αυτή τελευτήσας.» (σελ.108).


Από την χριστιανική ονομασία της πόλης προέκυψε η σημερινή ονομασία Μπίτολα -Bitola (БИТОЛА), που προέρχεται από την παλιά σλαβική Obitel που θα πει Μοναστήρι.

Επί Οθωμανικής Κυριαρχίας το Μοναστήρι αποτελούσε Βιλαέτι (Περιφέρεια) με τρεις επαρχίες: Μοναστηρίου, Κορυτσάς και Σερβίων.

Σύμφωνα με απογραφή του πληθυσμού που δημοσιεύθηκε το 1908, στην επαρχία Μοναστηρίου καταγράφηκαν 70.000 ορθόδοξοι Έλληνες, 126.000 Σχισματικοί, 2990 Βλάχοι ρουμανίζοντες, 15.000, Σλάβοι σερβίζοντες, 80.000 Μουσουλμάνοι και 4.200 Εβραίοι. ( Σ.Α. Γυαλίστρα, Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας προ του 1912, Αθήνα 1960).


Ο Μοναστηριώτης συγγραφέας αγωνιστής της Μακεδονίας Γιώργος Μόδης, σε διάλεξή του το 1962 με θέμα «Η Μακεδονία μας και η μακεδονική μειονότης» θα τονίσει:

«Το Μοναστήρι είχε ελληνικά σχολεία, πρωτού δημιουργηθούν τα βαλκανικά κράτη, τρεις Μοναστηριώτες φοιτηταί έπεσαν στην μάχη Βαφέ της Κρήτης το 1866, η Ελληνική Κοινότητα ίδρυσε το Νοσοκομείον «Ευαγγελισμός» ήδη το 1828 και το ανήγειρε εκ θεμελίων μεγαλοπρεπέστατον το 1900 με δαπάνην πολλών χιλιάδων λιρών των αδελφών Δημητρίου και διατηρούσε μέχρι το 1912 Γυμνάσιον, Παρθεναγωγείον, Διδασκαλείον, θερινόν και χειμερινόν Γυμναστήριον και άλλα 20 σχολεία, στεγασμένα όλα εις ιδιόκτητα κοινοτικά μέγαρα.
»Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είχε το μοναδικόν προνόμιον να εκδίδει «καϋμέδες» μικρά χαρτονομίσματα. Εις όλα όμως εκείνα τα σχολεία διδάσκεται σήμερα άλλη γλώσσα!..."

Κι ο περήφανος Μοναστηριώτης θα συμπληρώσει:


«Μέσα στο Μοναστήρι διεξήχθη τότε σκληρός ελληνοβουλγαρικός πόλεμος. Πολλαί δωδεκάδες έβαψαν με το αίμα των τα καλντερίμια του. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια υπερίσχυσαν. Ήτα το ζωηρότερο εθνικό προπύργιο, το οποίο περιέβαλλε με θερμήν στοργήν και θαυμασμό όλος ο Ελληνισμός. Είχε και Έλληνα Βουλευτήν στη Τουρκική Βουλή, τον Τραϊανό Νάλη και εις τας δύο περιόδους.»


Άλλοι γνωστοί Έλληνες που διέπρεψαν στο Μοναστήρι ήταν οι αδελφοί Μανάκια. Ο Γιαννάκης και ο Μίλτος από τον οικισμό Αβδέλλα των Γρεβενών.
 Ήταν φωτογράφοι και οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων.
 Άνοιξαν φωτογραφείο στα Γιάννενα αλλά έφυγαν για το Μοναστήρι στα 1904.
Τα δύο αδέλφια αργότερα θα χωρίσουν λόγω πολιτικών ιδεολογιών.
O πρώτος θα εγκατασταθεί στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη όπου και θα πεθάνει πολλά χρόνια αργότερα άσημος και ο δεύτερος θα παραμείνει στο Μοναστήρι μέχρι το τέλος της ζωής του (1954) .

Σήμερα οι Σλάβοι του Μοναστηρίου, θεωρούν το Μίλτο ως ‘Μακεδόνα’ και τιμούν με ετήσιες γιορτές κινηματογράφου τη μνήμη του.