Τα Αρχαία Μνημεία του Αγίου Όρους


Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Το Άγιο Όρος είναι η μοναδική, ίσως, περιοχή της Ελλάδας όπου δεν έχουν γίνει ανασκαφικές έρευνες από τους αρχαιολόγους.
Ό, τι έχει βρεθεί, είναι τυχαίο και αδημοσίευτο. Εντούτοις όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, σε αυτόν τον ξεχωριστό τόπο, συνυπάρχει το αρχαίο με το σύγχρονο.
Δεν θα έλεγα πως υπάρχει αποστροφή των μοναχών στις αρχαιότητες του Άθω.
Αθωνίτες μοναχοί σε γραπτά μνημεία, τα οποία μας έχουν αφήσει, εκδηλώνουν το θαυμασμό τους για τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων τα οποία είχαν μελετήσει.
Μέσα στο πνεύμα αυτό, αγιορείτες αγιογράφοι ενσωμάτωσαν στις αγιογραφίες τους Έλληνες φιλοσόφους, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν την εκτίμηση και το σεβασμό στα έργα τους.
Το ερώτημα είναι: πόσο μπορεί να συνυπάρξει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία (όχι, βέβαια, η αρχαία θρησκεία) με την χριστιανική;
Μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αυτό παίρνουμε από τον ιστοχώρο «Άγιον Όρος». Έτσι:

«Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντες την άνωθεν σοφία, την Αγιοπνευματική βιωμένη εμπειρία, και την όντως θεολογία, όταν το απαίτησαν οι καιροί και οι περιστάσεις, και οι κάθε λογής αιρετικοί και πλανώντες και πλανώμενοι, τι έκαναν;»Πήραν από τους αρχαίους φιλοσόφους, την γλώσσα, τα νοήματα, την προυπάρχουσα θύραθεν σοφία, αυτήν την έστω ελλιπή ως προς την αποκάλυψη του αληθινού Θεού, αλλά τόσο πλούσια σε λόγο, και την ανακαίνισαν, της έδωσαν την πραγματική της διάσταση και νόημα και σκοπό.»
Και πιο κάτω:
«Έτσι, λοιπόν, η Εκκλησία, θέλοντας να τιμήσει τους αρχαίους ημών προγόνους και μοναδικούς στα παγκόσμια δεδομένα φιλοσόφους, Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Πυθαγορείους, και τις άλλες σχολές, ακόμα δε και Νεοπλατωνικούς, δεν δίστασε να τους εισάγει και στην λειτουργική της τέχνη, την αδιάστατη ιστορικά Αγιογραφία της.»
Πιστεύουμε πως υπάρχουν σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία στην απομονωμένη αυτή χερσόνησο, και δεν θα ήτανε κακή η συνύπαρξη των αρχαίων, βυζαντινών και σύγχρονων μνημείων σε έναν ιδιαίτερο χώρο της αθωνικής πολιτείας.
Ο Άθως, όπως είναι γνωστό, πρωτοαναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου:
ἐξ Ἀθόω δ᾽ ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα
(Ομήρου Ιλιάς Ξ, 229)
Η ονομασία του προήλθε από το Γίγαντα Άθω που κατά τη γιγαντομαχία έριξε στον Ποσειδώνα ένα μεγάλο βράχο, από τον οποίο σχηματίστηκε ο σημερινός ορεινός όγκος του Άθω.
Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει τις πόλεις που υπήρχαν στην εποχή του:
[3] ἐν δὲ τῷ ἰσθμῷ τούτῳ, ἐς τὸν τελευτᾷ ὁ Ἄθως, Σάνη πόλις Ἑλλὰς οἴκηται, αἳ δὲ ἐκτὸς Σάνης, ἔσω δὲ τοῦ Ἄθω οἰκημέναι, τὰς τότε ὁ Πέρσης νησιώτιδας ἀντὶ ἠπειρωτίδων ὅρμητο ποιέειν· εἰσὶ δὲ αἵδε, Δῖον Ὀλόφυξος Ἀκρόθῳον Θύσσος Κλεωναί. (Ηρόδοτος 7, 22)
Ο Άθως μας λέει έφθανε μέχρι τη διώρυγα του Ξέρξη όπου βρισκόταν η πόλη Σάνη ενώ πέρα από αυτήν ήταν οι πόλεις: Δίον, Ολόφυξος, Ακρόθωον, Θύσσος και Κλεωναί.
Ο Στράβων αναφέρει ακόμη μία που υπήρξε στην εποχή του, την Χαράδρια, ενώ ο Ρωμαίος Πλίνιος αρκετά μετά αναφέρει τις πόλεις: Ουρανόπολις, Παλαιώτριον, Θύσσον, Κλέωνας και Απολλωνία.
Εδώ γίνεται επιτακτική η ανάγκη αρχαιολογικών ανασκαφών για να εντοπιστούν μνημεία του παρελθόντος, ό, τι κατόρθωσε να διασώσει η αθωνική γη.


Η περιπέτεια του χρυσού Κορανίου


Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

To 1997 πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Βαλτιμόρης μια έκθεση παλαιών χειρογράφων, όπου μεταξύ των εκθεμάτων υπήρχε μέρος ενός βιβλίου που το περιεχόμενό του αντί να είναι γραμμένο με μελάνι ήταν από χρυσό!
Όπως διαπιστώθηκε, το χειρόγραφο αποτελούνταν από δεκαοκτώ κεφάλαια του Κορανίου.
Το πρωτότυπο έκθεμα ανήκε στον Τζον Χόπκινς που το κληροδότησε το 1942. Ήταν μέρος ενός χειρόγραφου του Κορανίου του ένατου αιώνα.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με λεπτά φύλλα χρυσού, σε αραβική γραφή και πιθανολογείται πως γράφηκε και βιβλιοδετήθηκε στην βόρεια Αφρική (πιθανότατα στην Αίγυπτο) ή στο Ιράκ.
Το έκθεμα έγινε αντιληπτό από τις τουρκικές προξενικές αρχές και όπως διαπιστώθηκε ανήκε στο ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων που εκτίθεται στη Νουρουοσμανίβε Βιβλιοθήκη της Κωνσταντινούπολης.
Οι Τούρκοι ζήτησαν την επιστροφή του χειρογράφου για να ενσωματωθεί στο κύριο βιβλίο. Τα δεκαοκτώ κεφάλαια εκτιμήθηκαν από $ 1,9 εκατ. έως $ 2,9 εκατ. δολάρια.
Το βιβλίο ήταν καταγεγραμμένο σε καταλόγους της Βιβλιοθήκης της Κωνσταντινούπολης, ήδη, από το 1756.
Τα κεφάλαια του ιερού βιβλίου που αποσπάστηκαν από άγνωστο, μετά από μια περιπέτεια δυόμισι αιώνων ενσωματώθηκαν, τελικά, στον κύριο κορμό του βιβλίου.