Μακεδονικό, ή αλλιώς περί προοδευτικότητας και άλλων δαιμονίων





 Του Κωνσταντίνου Γρίβα*
 
Οι ελλαδικές ελίτ αποδέχονται απροβλημάτιστα μια σύνθετη ονομασία για τα Σκόπια, η οποία θα περιέχει τον όρο Μακεδονία. 
Κάποιοι, μάλιστα, προχωρούν παραπέρα: 
θεωρούν ότι η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει το γειτονικό κράτος με το συνταγματικό του όνομα.
 Η στάση τους πηγάζει από τη μεταμοντέρνα αντίληψη ότι το έθνος είναι, έτσι και αλλιώς, μια «φαντασιακή κατασκευή» χωρίς πραγματική βάση.



Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, δεν υπάρχει μία ενιαία και αντικειμενικά προσδιορίσιμη ιστορία, αλλά πολλαπλές και υποκειμενικές αναγνώσεις του ιστορικού παρελθόντος. Άρα, δεν μπορεί να υπάρχει αποκλειστική διεκδίκηση από πλευράς της Ελλάδας της ονομασίας και συνακόλουθα και της αρχαίας μακεδονικής κληρονομιάς, αφού κάθε ιστορική ανάγνωση είναι το ίδιο σωστή με την άλλη. Στην πραγματικότητα, αυτή η ακραία υποκειμενικότητα μόνον προοδευτική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντιθέτως, αποτελεί βάση έδρασης μισαλλόδοξων αναγνώσεων της ανθρώπινης ιστορίας.


Για να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι η διεκδίκηση του ονόματος της Μακεδονίας από τα Σκόπια συμβαδίζει και συνυπάρχει με μια δικής τους ανάγνωση της Ιστορίας. Σύμφωνα με αυτήν, τα Σκόπια αποτελούν τον άμεσο και αποκλειστικό, ή έστω σημαντικότερο, κληρονόμο και συνεχιστή της αρχαίας Μακεδονίας, την οποία διαχωρίζουν από την ευρύτερη ελληνική ιστορία και πολιτισμό.

 Όμως, η άποψη αυτή είναι τόσο αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη όσο και οι αντιλήψεις σύμφωνα με τις οποίες ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός γεννήθηκαν, κλέβοντας τις ιδέες αρχαίων μαύρων διανοητών από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, όπως υποστήριξαν ακραίοι αφροκεντριστές ιστορικοί στις ΗΠΑ.
Στην έξοχη μελέτη του Michael Shermer «Γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε παράξενα πράγματα;» (στα ελληνικά από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) οι παρανοϊκές αυτές αντιλήψεις εντάσσονται στην ίδια κατηγορία με τις απόψεις των αρνητών του Ολοκαυτώματος. Ή των φονταμενταλιστών προτεσταντών στις ΗΠΑ που δεν δέχονται τη θεωρία της εξέλιξης και υποστηρίζουν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια.


Δεν είναι λοιπόν όλες οι ιστορικές αναγνώσεις το ίδιο έγκυρες. Υπάρχουν αυτές που βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία και άλλες που είναι αυθαίρετες, οι οποίες πολλές φορές επιδιώκουν να επιβάλλουν μισαλλόδοξες και σκοταδιστικές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις. Άρα, ή είσαι με τις μεν ή με τις δε. Αν δέχεσαι τον ιστορικό ανορθολογισμό σε μία περίπτωση, εμμέσως πλην σαφώς τον δέχεσαι και στις υπόλοιπες. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η θεωρία της «μακεδονικότητας» των Σκοπίων είναι αυθαίρετη και ιστορικά ατεκμηρίωτη, η αποδοχή της συνεισφέρει στην αποδοχή και παγίωση των μισαλλόδοξων και ανορθολογικών ιστορικών αναγνώσεων γενικώς.
Τα φαντάσματα του «από Βορρά κινδύνου»


Υπάρχουν και κάποιες «ρεαλιστικές» αντιλήψεις Ελλήνων πολιτικών και διαμορφωτών γνώμης, σύμφωνα με τις οποίες τα Σκόπια είναι «φυσικός μας σύμμαχος», αφού αποτρέπουν τη δημιουργία «Μεγάλης Βουλγαρίας». Άρα θα πρέπει να πριμοδοτηθούν με κάποια ελληνική «συμβιβαστική στάση» στο θέμα του ονόματος. Κι αυτές δεν ξεκινούν από προοδευτικές βάσεις.

Συγκεκριμένα, αποτελούν εκσυγχρονισμένες εκδοχές της θεωρίας περί «σλαβικού κινδύνου», η οποία κυριαρχούσε στις ελληνικές πολιτικές ελίτ από τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου και μετά, σε συνδυασμό με το ότι στα υπόλοιπα κράτη των Βαλκανίων κυριάρχησαν κομμουνιστικά καθεστώτα. Έτσι διαμορφώθηκε η πολιτικοφυλετική αντίληψη του «από Βορρά κινδύνου».

Αυτές ακριβώς τις φοβικές αναγνώσεις της πραγματικότητας υπηρετεί η αντιμετώπιση των Σκοπίων ως χρήσιμου buffer state στα βόρεια σύνορά μας. Παρεμπιπτόντως, ακόμη και στο πλαίσιο των πιο ακραίων σεναρίων που μπορεί να πλάσει η φαντασία μας, μια Βουλγαρία, μικρή ή μεγάλη, δεν αποτελεί κίνδυνο για την Ελλάδα σήμερα. Πρωτίστως για πολιτικούς λόγους αλλά και για λόγους στρατιωτικής ισχύος.

Και εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η ιστορία των Βαλκανίων ακολουθήσει στο μέλλον απρόβλεπτες ατραπούς, μια άμεση απειλή από τη Βουλγαρία ή οποιαδήποτε άλλη βαλκανική χώρα, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ένα πλέγμα πολιτικών και στρατιωτικών μέσων. Όμως, η αποδοχή από το ελληνικό πολιτικό σύστημα της «μακεδονικότητας» των Σκοπίων είναι εντελώς διαφορετικό και πολύ πιο επικίνδυνο ζήτημα.
Εθνική ταυτότητα

Συγκεκριμένα, η αποδοχή αυτή εξ αντικειμένου θα συνιστούσε έμμεση αλλά αποφασιστική αμφισβήτηση της ελληνικής ιστορικής ταυτότητας. Στο αυθαίρετο πλαίσιο της ιστορικής ανάγνωσης που έχουν επιλέξει τα Σκόπια, η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας διαχωρίζεται από αυτήν της Ελλάδας, ακόμη και με βάση τις πιο «μετριοπαθείς» αντιλήψεις που προβάλει η κυβέρνηση Ζάεφ.

Αυτή η (αυτό)αμφισβήτηση της ελληνικής ιστορίας θα έχει επικίνδυνα αρνητικές συνέπειες για την ελληνική εθνική ταυτότητα. Κάθε λαός διαμορφώνει την εθνική του ταυτότητα πάνω σε μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου, η οποία με τη σειρά της εδράζεται σε μια αντίληψη κοινής ταυτότητας και ιστορικής πορείας. Όταν, λοιπόν, αμφισβητείς το παρελθόν αμφισβητείς και το μέλλον σου και η εθνική ταυτότητα τίθεται εν κινδύνω. Βέβαια, αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκει ένα κομμάτι των ελληνικών ελίτ, δηλαδή την αποεθνοποίηση της Ελλάδας. Όπως προαναφέραμε, γι’ αυτούς η ίδια η έννοια του έθνους αποτελεί μια αυθαίρετη «φαντασιακή κατασκευή», δεν έχει πραγματική βάση και πρέπει να την εγκαταλείψουμε.

Αυτή η άποψη, όμως, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Κατά κανόνα, τα έθνη ανά τον πλανήτη έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα απόλυτα αντικειμενικών, και καθόλου αυθαίρετων, εθνοτικών και πολιτισμικών ζυμώσεων στο πέρασμα της Ιστορίας και δεν κατασκευάστηκαν. Υπάρχουν και χώρες, όπως το Βέλγιο, που δημιουργήθηκαν από εξωτερικές δυνάμεις στο πλαίσιο γεωπολιτικών αρχιτεκτονικών. Και εκεί κατόπιν επιδιώχθηκε να αναπτυχθεί μια εθνική συνείδηση. Αυτές, όμως, είναι η εξαίρεση του κανόνα και όχι ο κανόνας.

Στη δε περίπτωση της Ελλάδας, κάθε στοιχειωδώς ορθολογική ανάγνωση της Ιστορίας δείχνει ότι το ελληνικό έθνος δεν αποτελεί κατασκευή. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι κατάφερε να διατηρήσει ζωντανά τα «κορδόνια» που το κρατάνε σε επαφή με το απώτατο παρελθόν του, όπως είναι η γλώσσα, μέσα σε ένα εχθρικό ιστορικό πλαίσιο με πολέμους, διωγμούς, δουλεία, γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις εναντίον του ελληνικού στοιχείου, δείχνει ότι βασίζεται σε κάτι πολύ περισσότερο από το «συλλογικό φαντασιακό».

Ακόμη όμως και αυτοί που αμετανόητα θεωρούν ότι δεν υπάρχει ελληνικό έθνος, παρά μόνο ως κατασκευή, θα πρέπει να αναρωτηθούν αν πράγματι θέλουν να θέσουν εν αμφιβόλω την ελληνική εθνική ταυτότητα αυτήν ακριβώς την στιγμή. Συγκεκριμένα, το έθνος είναι μέχρι στιγμής η πιο λειτουργική συλλογική ταυτότητα που έχει καταφέρει να διαμορφώσει η Ανθρωπότητα, ώστε να μπορεί το διεθνές σύστημα να λειτουργεί ως τέτοιο.
Ξεπερασμένο το έθνος;

Βέβαια, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μέχρι πριν λίγο καιρό, είχαν επικρατήσει κάποιες ανεδαφικές θεωρίες, σύμφωνα με τις οποίες το έθνος ήταν πλέον ξεπερασμένο και αναμενόταν να αντικατασταθεί από ευρύτερες γεωπολιτικές δομές, οι οποίες θα προέκυπταν στο ασαφές πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Στην περίπτωση της Γηραιάς Ηπείρου πιο ρεαλιστική εμφανιζόταν η προοπτική μιας πανευρωπαϊκής ενοποίησης, που θα ενσωμάτωνε τα επιμέρους ευρωπαϊκά κράτη σε μια μεταεθνική συλλογική ταυτότητα.

Όμως, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης δείχνει αυτήν τη στιγμή να έχει βαλτώσει, αν δεν έχει οδηγηθεί οριστικά στο ντουλάπι των χαμένων ονείρων. Η δε παγκοσμιοποίηση αντικαθίσταται με ραγδαίους ρυθμούς από ένα άκρως ανταγωνιστικό εθνοκεντρικό διεθνές σύστημα. Μέσα σε αυτό το νέο παγκόσμιο σύστημα η εθνική ταυτότητα ανατέλλει εκ νέου ως το βασικό υποκείμενο διαμόρφωσης των διεθνών σχέσεων. Έτσι, από την Κίνα και το Ιράν έως το Βιετνάμ και τη Βραζιλία, οι χώρες που θέλουν να ευδοκιμήσουν, ή έστω να επιβιώσουν στον δυναμικό πολυπολικό κόσμο, επενδύουν στην ενδυνάμωση της εθνικής τους ταυτότητας και τη διαμόρφωση εθνοκεντρικών στρατηγικών.

Άρα, οι ελλαδικές ελίτ που επιμένουν στην αποδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας και την αποδυνάμωση των εθνοκεντρικών γεωπολιτικών στρατηγικών, δεν συμβαδίζουν με τον ιστορικό χρόνο. Έχουν μείνει μερικά επεισόδια πίσω. Γι’ αυτό και οι «συμβιβαστικές» τους θέσεις για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων είναι ανεδαφικές και επικίνδυνες.

Πιο συγκεκριμένα, αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα επιμείνει στη «χαλαρή» του στάση στο θέμα του ονόματος θα έχει διαπράξει ένα βαρύτατο γεωπολιτικό σφάλμα. Ιδιαίτερα αυτήν την περίοδο που οι εθνικές ταυτότητες και οι εθνοκεντρικές γεωπολιτικές στρατηγικές επανέρχονται δυναμικά στη διεθνή σκηνή. Και η Ιστορία θα είναι πολύ αυστηρή με όσους ταυτίσουν το όνομα και την πολιτική τους πορεία με αυτήν την επιλογή. Αντίθετα με ό,τι δείχνουν να πιστεύουν, μάλλον δεν θα περάσουν στη συλλογική μνήμη ως «μετριοπαθείς ρεαλιστές», αλλά ως αρνητές της ελληνικότητας. Η επιλογή είναι δική τους.

* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.