«Το αλβανικό έθνος και η ελληνική μειονότητα»- Β΄ Μέρος

Ιανουάριος 25, 2011. -Συνέχεια από το προηγούμενο-
Του KOSTA BARJABA*

Οι αλβανο-ελληνικές σχέσεις έχουν βιώσει πολλές στιγμές έντασης μεταξύ των ετών 1992-1996, όταν το αλβανικό Δημοκρατικό Κόμμα ήταν στην εξουσία. Οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 1995, όταν συνελήφθησαν πέντε ακτιβιστές της Ομόνοιας και φυλακίστηκαν κατηγορούμενοι για συνεργασία με πράκτορες των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών κατά της ακεραιότητας της Αλβανίας.

Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Αλβανίας, Σαλί Μπερίσα, δεν επισκέφθηκε την Ελλάδα στη διάρκεια της θητείας του 1992-1997. Αυτή η σύγκρουση παραλληλίστηκε με τη συμμετοχή της Αλβανίας στην Ισλαμική Διάσκεψη, μια κίνηση που επικρίθηκε έντονα από την αλβανική σοσιαλιστική αντιπολίτευση και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ελληνική συμμετοχή στην πολιτική ζωή της Αλβανίας ήταν οργανωμένη μέσω της Ομόνοιας, η οποία αποτελούσε την εθνικο-πολιτική οργάνωση της ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία και είχε ως κόμμα το ΚΕΑΔ – Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή HRUP ( από το Human Rights Union Party).

Στη διάρκεια των πρώτων πλουραλιστικών εκλογών στη χώρα εκλέχθηκαν στο αλβανικό Κοινοβούλιο πέντε μέλη της Ομόνοιας.

Το 1992 το Κοινοβούλιο της Αλβανίας πέρασε μια πράξη με την οποία αίρονταν η δημιουργία πολιτικών κομμάτων με εθνική βάση.

Η πράξη αυτή ήταν το αποτέλεσμα μια ισχυρής αντίδρασης από τους εθνικιστικούς κύκλους ενάντια της πολιτικής συμμετοχής της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.

Μετά από διεθνείς, ευρωπαϊκές και ελληνικές πιέσεις το ΚΕΑΔ καθιερώθηκε αργότερα συμβιβαστικά. Το ΚΕΑΔ είναι επισήμως γνωστό ως πολιτικό κόμμα που εκπροσωπεί όλους τους μειονοτικούς πληθυσμούς.

Το ΚΕΑΔ και οι μειονότητες
Η μεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας από την Ομόνοια προς το ΚΕΑΔ έχει κάνει την ελληνική συμμετοχή ανεπαρκή επειδή προβάλει μια πολιτική πολυμορφία και γιατί ασχολείται με την πολιτική εκπροσώπηση όλων των μειονοτήτων.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ΚΕΑΔ να έχει χάσει τις παραδοσιακές του σχέσεις στους εκλογικούς τομείς της Νότιας Αλβανίας, η οποία είναι πυκνοκατοικημένη από το ελληνικό στοιχείο.

Επιπρόσθετα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα φαίνεται να έχει σφετεριστεί την πολιτική εκπροσώπηση της Ελληνικής Κοινότητας. Ένας άλλος λόγος για τη μείωση της επιρροής του ΚΕΑΔ είναι οι προνομιακές σχέσεις που είχε αναπτύξει το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αλβανίας (SPA) με το κυβερνόν κόμμα της Ελλάδας από το 1997. Το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΠΑΣΟΚ) κυβέρνησε την Ελλάδα από το 1992 έως το 2004.

Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη είχε δείξει ενδιαφέρον στην ενίσχυση των Ελλήνων προς το Σοσιαλιστικό Αλβανικό Κόμμα, αντλώντας ακούσια την στήριξη από το ΚΕΑΔ, το οποίο εισήλθε στο Αλβανικό Κοινοβούλιο μετά τις εκλογές του 2001, μόνο με το συνασπισμό που έκανε με τους σοσιαλιστές.

Σε ανταπόδοση, η σοσιαλιστική κυβέρνηση είχε προσανατολιστεί προς την κατεύθυνση των σχέσεων με το νότιο γείτονα και έθεσε ως στρατηγική προτεραιότητα τη συνεργασία και την αποκατάσταση των σχέσεων με την Ελλάδα .

Οι δύο σοσιαλιστικές κυβερνήσεις είχαν καταβάλει προσπάθειες για την άμβλυνση της αμοιβαίας Αλβανο-φοβίας και Ελληνο-φοβίας.

Καταβλήθηκαν, επίσης, προσπάθειες για την επέκταση των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Αλβανίας, την αναβολή ή αποφυγή του ζητήματος των Τσάμηδων από την διμερή ατζέντα των σχέσεων, ώστε να διασφαλιστεί η καλύτερη διευθέτηση των Αλβανών μεταναστών που ζούσαν στην Ελλάδα.

Αυτό είχε ως συνέπεια, ο αριθμός των τεκμηριωμένων Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα να αυξηθεί γρήγορα σε τετρακόσιες χιλιάδες το 2003, σε σύγκριση με τις δέκα χιλιάδες του 1997. (Ministry of Labor and Social Affairs of Albania, Tirane, 2003)

Οι διαφοροποιήσεις της αλβανικής πολιτικής προκάλεσαν συχνές και μανιώδεις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, η οποία κατηγορούσε τους Αλβανούς σοσιαλιστές ότι διακατέχονταν από ‘υπερ-ελληνισμό’ θυσιάζοντας τα εθνικά συμφέροντα.

Το πλέον συζητήσιμο θέμα ήταν η αντίθεση των σοσιαλιστών στην αναγνώριση και εξέταση του ζητήματος των Τσάμηδων.

Οι Τσάμηδες
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τσάμηδες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα επειδή ήταν επιβαρυμένοι από τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς.

Η κατηγορία αυτή δεν έγινε αποδεκτή ούτε από την αλβανική κυβέρνηση, ούτε από την κοινότητα των Τσάμηδων, η οποία ισχυρίζεται ότι ορισμένοι Τσάμηδες συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς αλλά όχι η πλειοψηφία τους.

Τα εθνικιστικά πολιτικά κόμματα, ειδικά το Ρεπουμπλικανικό και το Βασιλικό, ήταν τα πιο ενεργά στην ανάδειξη του ζητήματος της Χαμερίας στο Αλβανικό Κοινοβούλιο, απαιτώντας το δικαίωμα των Τσάμηδων να επανεγκασταθούν στην Ελλάδα και να τους αναγνωριστούν τα πρώην δικαιώματα τους.

Οι διάφορες ελληνικές κυβερνήσεις, οι σοσιαλιστές ομού με τους συντηρητικούς, έχουν ξεκαθαρίσει ότι ζήτημα Τσάμηδων δεν υπάρχει.

Μετά από συνεχείς αναβολές και τροποποιήσεις στην ατζέντα του Κοινοβουλίου, οι σοσιαλιστές δέχθηκαν το ψήφισμα των Τσάμηδων, το οποίο περιελήφθη στην ημερήσια διάταξη του αλβανικού κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 2004 και απορρίφθηκε με την αποχή των σοσιαλιστών.

Παρ’ όλα αυτά και οι δύο κυβερνήσεις επίσημα και δημόσια συνεργάστηκαν για τα αντιφατικά ζητήματα των δύο χωρών. Οι διαφωνίες έχουν επιλυθεί μέσω της διπλωματίας.

Το 1996 η Αλβανία και η Ελλάδα υπέγραψαν τη «Συνθήκη Συνεργασίας και Φιλίας» και σήμερα προσπαθούν να την εφαρμόσουν.

Η διακυβερνητική συνεργασία ενθαρρύνεται από τις παραδοσιακά καλές σχέσεις μεταξύ της εθνικής ελληνικής κοινότητας και του αλβανικού πληθυσμού.

Η Ελλάδα αποτελεί τον κύριο προορισμό των Αλβανών μεταναστών, λόγω της γειτνίασης των δύο χωρών και των πολιτιστικών ομοιοτήτων. Η μετανάστευση έχει αυξήσει τον αριθμό των Αλβανών που μιλούν ελληνικά και έτσι γεφυρώθηκε η γλωσσική απόσταση μεταξύ των χωρών. Περισσότεροι από τους μισούς, από τις εξακόσιες χιλιάδες των Αλβανών, που ζουν στην Ελλάδα, έχουν τεκμηριωθεί ως νόμιμοι μετανάστες.( Albanian Center for Migration Studies, Tirane, 2004.)

Με την ευνοϊκή νομοθεσία και τη δημιουργία των απαραίτητων θεσμικών διευθετήσεων, η Ελλάδα προσφέρει πολλές ευκαιρίες στους Αλβανούς μετανάστες, ιδίως στην εγκατάστασή τους, στην αγορά εργασίας και στην απόλαυση των κοινωνικών υπηρεσιών και της κοινωνικής ενσωμάτωσης.

Το παζλ της Χιμάρας και το πολιτικό παιχνίδι της εθνικότητας

Ένας δίγλωσσος πληθυσμός ( ο οποίος μιλά αλβανικά και ελληνικά) κατοικεί στη Χιμάρα, μια περιοχή που βρίσκεται κατά μήκος της νότιας αλβανικής ακτής.

Λόγω της συζητήσιμης εθνικής ταυτότητας, η Χιμάρα ήταν ένα από το πιο συναισθηματικά θέματα των προεκλογικών συζητήσεων στην Αλβανία.

Ως εκ τούτου η προσοχή την οποία έδειξε η Αλβανία στη Χιμάρα τελευταία, έχει επιδεινώσει τον πολιτικό διάλογο και την ανταλλαγή προεκλογικών απόψεων.

Κερδίζοντας τις εκλογές στη Χιμάρα γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε εκλογικό κατόρθωμα αλλά πρόκειται για μια αμιγώς εθνική νίκη.

Τα πολιτικά κόμματα σημειώνουν μια αξιόλογη προσπάθεια, ιδιαίτερα στις δημοτικές εκλογές, να μην αφήσουν τη Χιμάρα να διέπεται από το ΚΕΑΔ ή από το εθνικό ελληνικό στοιχείο.

Η πρώτη και μοναδική συμμαχία μεταξύ σοσιαλιστών και συντηρητικών επιτεύχθηκε στη διάρκεια των εκλογών του Οκτωβρίου 2000, προκειμένου να νικήσουν τους υποψήφιους της Ομόνοιας και του ΚΕΑΔ στη Χιμάρα.

Στη διάρκεια των κοινοβουλευτικών εκλογών του 2001, η σοσιαλιστική κυβέρνηση προέβη σε μια ασυνήθιστη εκλογική και πολιτική επένδυση στη νίκη της σε αυτό το δήμο.

Στο μεταξύ στη διάρκεια των δημοτικών εκλογών του 2003, το Δημοκρατικό Κόμμα δημιούργησε μια εκπληκτική εκλογική συμμαχία με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των υποψηφίων του ΚΕΑΔ στη Χιμάρα και εμπόδισαν τους σοσιαλιστές στην επανάληψη της προηγούμενης εκλογικής νίκης.

Αφήνοντας κατά μέρος τις κατηγορίες κατά των σοσιαλιστών ως κοσμοπολίτες και αντι-πατριώτες, οι συντηρητικοί θυσίασαν τις εθνικιστικές τους διαστάσεις και συμμάχησαν με το ΚΕΑΔ.

Επιπλέον, οι δημοκράτες σχεδίαζαν να διορθώσουν τις προηγούμενες επιδόσεις τους στην Ελλάδα, προσδοκώντας ότι οι Έλληνες συντηρητικοί θα κερδίσουν τις εκλογές του ερχόμενου Μαρτίου του 2004.

Στο μεταξύ οι σοσιαλιστές στιγμάτισαν το συνασπισμό του Δημοκρατικού Κόμματος –ΚΕΑΔ, για να βελτιωθεί η εικόνα τους (περνώντας, δηλαδή, από αντι-πατριώτες σε εθνικιστές) μειώνοντας, με τον τρόπο αυτόν, την εκλογική νίκη στη Χιμάρα. Από αυτό γίνεται αντιληπτό ότι δεν ήταν ούτε πολιτικό, ούτε εκλογικό κατόρθωμα, αλλά απλά μια εθνική νίκη.

Από τις δύο αυτές περιπτώσεις διασαφηνίζεται πως η καταγωγή, η εθνικότητα και η πολιτική εμπλέκονται αμοιβαία.

Οι σοσιαλιστές ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στη νίκη της Χιμάρα, προσβλέποντας να ανασυνθέσουν την λαϊκο- εθνικιστική εικόνα, η οποία στο παρελθόν δέχτηκε επιθέσεις από τους συντηρητικούς.

Με την εθελούσια αποδοχή ενός βραχυπρόθεσμου ακρωτηριασμού της εθνοκοκεντρικής εμφάνισής τους, οι Δημοκράτες δημιούργησαν μια συμμαχία με το κόμμα της ελληνικής μειονότητας με στόχο να επιτύχουν την επιθυμητή εκλογική νίκη.

Αυτές οι πολιτικές μεταλλάξεις αποδεικνύουν ότι η Εθνότητα έχει γίνει στρατηγικό ζήτημα, στο οποίο καλούνται τα διάφορα αλβανικά κόμματα να υποστηρίξουν. Η εθνικότητα είναι πραγματική, οι εθνικές εντάσεις, όμως, όχι.

Ο αλβανικός λαός οφείλει να αναγνωρίζει ότι η ταυτότητά του και ο πολιτισμός του, ιδιοποιείται από τον υπερβολικό ζήλο των πολιτικών κομμάτων, τα οποία κόμματα θα προτιμούσαν να δουν την επιρροή τους να αυξάνεται μέσα από μια συνδιαλλαγή των εθνοτικών σχέσεων.

Από τη μελέτη του Kosta Barjaba- «Migration and Ethnicity in Albania: Synergies and Interdependencies»

Σχετικό με το συγγραφέα στο προηγούμενο



Βαλκανικό Περισκόπιο - Ἂρθρα & Σκέψεις- Γιῶργος Ἐχέδωρος