Ο Βάσκο (Vasilije Gligorijevic) εδώ και 48 ώρες δεν έχει δώσει σημεία ζωής.


Δευτέρα, 6 Ιούλιος 2009



Η τελευταία επικοινωνία που είχα μαζί του ήταν πριν από 2 μέρες όπου με ενημέρωσε ότι μετά από πληροφορίες που είχε ότι το καθεστώς της FYROM θα τον ξανασυλλάμβανε. Ο Βάσκο χρειάζεται την βοήθεια μας για αυτό όπου μπορείτε απευθυνθείτε.
Απόσπασμα από το e-mail του.....

Δείτε το στον Ακρίτα

«Μοναστήρι, η πολιτεία της Μακεδονίας που πρωτοαγάπησα»

Οι Έλληνες του Μοναστηρίου έκλεισαν τα καταστήματά τους προς ένδειξη διαμαρτυρίας για τις συνεχείς δολοφονίες Ελλήνων από τους κομιτατζήδες. (εφημ. Σκριπ, 22 Αυγούστου 1908)



Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

«Ύστερα από δέκα χρόνια, μετά την πρώτη φορά που ήλθα στο Μοναστήρι, νάμαι πάλι! Και είναι οι Σέρβοι μέσα, αντί να είμαστε εμείς.
»Όταν πριν δέκα χρόνια περπατούσα σ’ αυτόν τον κάμπο, κάτω από το Μπούκοβο και τ’ άλλα χωριά του Περιστεριού, λυπόμουν κ’ έλεγα:
” Άραγε θα είναι ποτέ δικά μας τούτα τα χώματα;» Και όμως παρά τρίχα να τα πάρουμε. Λίγο να βιαζόμαστε περισσότερο, θα είχαμε φτάσει εμείς πρώτοι στο Μοναστήρι.
” Μπήκα στο Μοναστήρι ύστερα από τα μεσάνυχτα και έβρεχε ψιλά και το φεγγάρι φώτιζε μεσ’ από την ομαλή διάφανη συννεφιά, τη γαλατένια. Περπατούσα στους άδειους δρόμους και ήτανε, σαν όνειρο, να ξαναβρίσκομαι εγώ, ύστερα από δέκα χρόνων ζωή, στην πολιτεία της Μακεδονίας, που πρωτοαγάπησα. Και την αγαπούσα πολύ και πάλι και με συγκινημένη λύπη την ξαναθωρούσα.
» Τώρα έχω πολύ να κοπιάσω…, αφού βρέθηκα εγώ να αγαπώ το Μοναστήρι έτσι. Μα σταματώ τις δουλειές όλες για να πω μια στιγμούλα τον πόνο μου για το καϋμένο το Μοναστήρι και να νοσταλγήσω τα ωραία νιάτα μου.»
(Ημερολόγιο Ίωνος Δραγούμη 1978-1920, το πιο πάνω κείμενο είναι από την επιστροφή του στο Μοναστήρι το Νοέμβριο του 1912)

Η νοσταλγία έχει φουντώσει στην καρδιά του άλλοτε προξένου του Μοναστηριού.
Αναθυμάται το δικό του Μοναστήρι, τη δεύτερη, μετά τη Θεσσαλονίκη, ένδοξη ελληνική πόλη της μακεδονικής γης.
Θυμάται, και με συναισθηματική φόρτιση γράφει:
“Περπάτησα στους δρόμους, που τόσες φορές πέρασα. Είδα τα χωριά, που την άνοιξη είναι χαρά θεού, και είδα τα δέντρα που το χειμώνα με την πάχνη είναι μαγικά. Θυμήθηκα την εικόνα της Κόμης, που εδώ μ’ αγάπησε και είδα τα μέρη, που την είχα συναντήσει.
»Όσο μένω εδώ, ζω σε άλλα χρόνια, που μου φαντάζουνε σαν ωραιότερα...
»Βλέπω όλα εκείνα τα πράγματα, που τότε εγνώρισα και τα ξεχωρίζω ένα-ένα και το καθένα μου ξυπνάει θύμησες. Βλέπω ανθρώπους εκείνου του καιρού και είναι ζωντανοί και μου μιλούν και είναι οι ίδιοι. Μου έρχεται να τραγουδήσω τα ονόματά ένα— ένα των σπιτιών, των δρόμων, των δένδρων, που γνωρίζω, και ύμνο να υψώσω στο υψηλό και άσπρο Περιστέρι με τα όμορφα χωριά του."

(Ίωνος Δραγούμι : Μοναστήρι 12/25 Νοέμβρη 1912 από «Ταχυδρόμος Αίγυπτος» 10 Ιουνίου 1962)

Ο υιός του Στρατηλάτη Κωνσταντίνου στο Μοναστήρι


Για την αναφερόμενη επίσκεψη του τότε διαδόχου του ελληνικού βασιλικού θρόνου, Γεωργίου, γιου του Στρατηλάτη Κωνσταντίνου, θα φιλοξενήσουμε ένα μικρό απόσπασμα από την εφημερίδα «Μακεδονία» της 3ης Μαίου 1913.
Από το κείμενο διαφαίνεται η πικρία για την μη ενσωμάτωση του Μοναστηρίου στον κορμό του ελληνικού κράτους.
Το πρωτοσέλιδο άρθρο έχει τίτλο «Η Υποδοχή του Μοναστηρίου»:
“Ο θίγων τα όρια της φρενίτιδος ενθουσιασμός δια του οποίου υπεδέχθησαν την Α.Β.Υ. τον Διάδοχον πάσαι μεν αι πόλεις, δια των οποίων διήλθε μάλιστα δε το Μοναστήριον αποδεικνύει την ελληνικότητά αυτού την αμιγή και απόλυτον.
Εν Μοναστηρίω η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος ευρίσκετο εις πόλιν εντελώς Ελληνικήν, την οποίαν αι τύχαι του πολέμου έθεσαν εις τας χείρας συμμάχων, των ειλικρινεστέρων ευτυχώς και αδελφικωτέρων, θα εννόησε δε ασφαλώς εκ της γενομένης εις Αυτόν υποδοχής την διακαή επιθυμίαν της πόλεως εκείνης, όπως συμπεριληφθή και αυτή εις τας αγκάλας της μητρός Ελλάδος.
Συγχαίροντες τους αδελφούς Μοναστηριώτες δια την ωραίαν υποδοχήν, την οποίαν έκαμον εις τον Διάδοχον, ευχόμεθα όπως λίαν ταχέως, ίδουν την επιθυμίαν των ταύτην πραγματοποιούμενην.»

Φωτο: Ο Μίλτος Μανάκης ή Μανάκια από το χωριό Αβδέλλα Γρεβενών, ο πρώτος κινηματογραφιστής των Βαλκανίων.
Το άγαλμα του Μανάκη έστησαν οι σλαβομακεδόνες στο Μοναστήρι (Bitola) και τον θεωρούν ...σλαβομακεδόνα. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το Δεκέμβριο 2008, από το φίλο Μ.Β. από το Σικάγο.
Οι είκοσι οκτώ επαναστάτες του 1896

Ο ελληνισμός του Μοναστηρίου δεν έσκυψε το κεφάλι του στον Τούρκο κατακτητή. Μοναστηριώτες συμμετείχαν σε επαναστάσεις κατά των Οθωμανών στη νότιο Ελλάδα αλλά και στην Κρήτη (το 1886). Από την εφημερίδα Εμπρός της 16ης Ιουλίου 1898 μας γίνεται γνωστή μια άλλη επαναστατική ενέργεια των Μοναστηριωτών που δεν είχε αίσιο τέλος.
Το δημοσίευμα κατηγορεί την τότε Ελληνική Κυβέρνηση για εγκατάλειψη τους.
Σημειώνεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα που το μεταφέρουμε στη λαλούσα γλώσσα:
« Εικοσιοκτώ επαναστάτες του 1896 από τους πιο γνωστούς του Μπρούφα και των άλλων οπλαρχηγών βρίσκονται εδώ και δύο χρόνια αιχμάλωτοι στις φυλακές του Μοναστηρίου, χωρίς να έχουν ελπίδα να ελευθερωθούν ποτέ.
Η ελληνική κυβέρνηση που προ του πολέμου τους βοηθούσε τώρα τους έχει ολότελα λησμονήσει. Μάταια οι άτυχοι διαμαρτύρονται, συντάσσουν αναφορές, επικαλούνται το άρθρο 5 της συνθήκης που αναφέρεται στα πολιτικά εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν οι επαναστάτες Έλληνες. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από κανέναν. Εγκαταλειμμένοι από παντού, αφημένοι στην τύχη τους και στην θηριωδία των τουρκικών αρχών, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τον ερχόμενο αιώνα θα ευρίσκονται στην ίδια φυλακή. Έτσι, για να μάθουν οι ανόητοι να ζητήσουν άλλη φορά την ελευθερία της πατρίδας τους.»…
Προσπάθησα να ερευνήσω ποια ήταν η συνέχεια για τους φυλακισμένους επαναστάτες του 1896, από διάφορες πηγές, αλλά δεν κατάφερα να εντοπίσω κάτι σχετικό.

Το Κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στα Ελληνικά

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε το Κείμενο της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στα Ελληνικά, το οποίο μετέφρασε ο Ακρίτας από το σάιτ του macedonian-heritage.gr.

Ο Υπουργός Κάρολος Παπούλιας ως εκπρόσωπος του Πρώτου Συμβαλλομένου Μέρους («Πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος») και ο Υπουργός Στέβο Τσερβενκόφσκι, ως εκπρόσωπος του Δευτέρου Συμβαλλομένου Μέρους («Δεύτερο Συμβαλλόμενο Μέρος») δηλώνουν και συμφωνούν με το παρόν το εξής:
Έχοντες υπόψη τις αρχές του απαραβίαστου των συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών πού ενσωματώνονται στην Τελική Πράξη της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, πού υπεγράφη στο Ελσίνκι,Έχοντες κατά νου τις διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και, ειδικώς, εκείνες πού αναφέρονται στην υποχρέωση των κρατών να απέχουν στις διεθνείς σχέσεις τους από την απειλή χρήσης βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή τής πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους,Οδηγούμενοι από το πνεύμα και τις αρχές της δημοκρατίας και των θεμελιωδών ελευθεριών και του σεβασμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα και αξιοπρέπεια, σύμφωνα με τον Χάρτη των Ηνωμένων 'Εθνών, καθώς επίσης και την Τελική Πράξη τοϋ Ελσίνκι, τον Χάρτη των Παρισίων για μια νέα Ευρώπη και τις σχετικές πράξεις του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη,Λαμβάνοντας υπόψη το αμοιβαίο ενδιαφέρον τους για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, ιδίως στην περιοχή τους, Επιθυμούντες να επιβεβαιώσουν την υπάρχουσα μεταξύ τους μεθόριο ως διαρκή διεθνή μεθόριο,Έχοντας υπόψη την υποχρέωση τους να μην παρεμβαίνουν, υπό οιοδήποτε πρόσχημα ή κατά οιονδήποτε τρόπο, στις εσωτερικές υποθέσεις της άλλης πλευράς. Επιθυμούντες να αναπτύξουν τις αμοιβαίες σχέσεις τους και να θέσουν σταθερά θεμέλια για μια ατμόσφαιρα ειρηνικών σχέσεων και κατανόησης. Αντιλαμβανόμενοι ότι η οικονομική συνεργασία αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ανάπτυξης αμοιβαίων σχέσεων σε σταθερή και ισχυρή βάση και επίσης, επιθυμούντες να αναπτύξουν και να προωθήσουν μελλοντική συνεργασία.Επιθυμούντες να επιτύχουν ορισμένες ενδιάμεσες συμφωνίες πού θα παράσχουν μία βάση για τη διαπραγμάτευση μόνιμης Συμφωνίας. Συμφώνησαν ως εξής:

Όλο κείμενο διαβάστε το εδώ

Ηράκλεια, Heraclea Lyncestis, Μοναστήρι, Μπίτολα, Битола


Ψηφιδωτό από τη Βασιλική της αρχαίας Ηράκλειας

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

"Ο βασιλιάς Φίλιππος της Μακεδονίας, έπειτα από νικηφόρες μάχες στα βορειοδυτικά του κράτους του, περί το 358 π.Χ. αφού κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Λύγκου, αποφάσισε να ιδρύσει πόλη, ως προπύργιο του μακεδονικού κράτους, που την ονόμασε Ηράκλεια, τιμώντας τη γενιά των Ηρακλειδών προγόνων του".


Ο Ηρόδοτος μας λέγει για την καταγωγή του βασιλικού γένους των Μακεδόνων από τον Τημενίδη του Άργους.




Φώτο: Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως τα θερμά λουτρά της αρχαίας Ηράκλειας






«ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων» (Ηρόδοτος, βιβλίον 0, 137).

Έτσι, η Ηράκλεια καθορίζεται ως αρχαιότατη ελληνική πόλη της μακεδονικής γης.
 Λίγους αιώνες μετά ο γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό την αναφέρει ως πόλη– σταθμό της αρχαίας οδού που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση.

« ...ἐκεῖθεν δ΄ ἐστὶ παρὰ Βαρνοῦντα διὰ Ἡρακλείας καὶ Λυγκηστῶν καὶ Ἐορδῶν εἰς Ἔδεσσαν καὶ Πέλλαν μέχρι Θεσσαλονικείας» (Στράβωνος επτά β΄).

Με την κατάλυση του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους, η Ηράκλεια δεν έμεινε στην αφάνεια. Η δημιουργία της Εγνατίας Οδού και η διέλευσή της από την πόλη, της έδωσε ώθηση ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο. Μετατράπηκε σε έναν σπουδαίο ρωμαϊκό σταθμό. Στην εποχή αυτή αναφέρονται τα εναπομείναντα ερείπια της αρχαίας πόλης, που βρίσκονται δύο χιλιόμετρα νότια της νεότερης πόλης Μοναστήρι ή Μπίτολα όπως την ονομάζουν οι σημερινοί κάτοικοι.

 











Φώτο: Η ρωμαϊκη Εγνατία Οδός περνούσε από την Ηράκλεια Λυγκηστίς


Στην τοποθεσία της αρχαία πόλης ανακαλύφθηκαν ρωμαϊκά θερμά λουτρά, αμφιθέατρο, πανέμορφα ψηφιδωτά πρωτο- χριστιανικής εποχής, πύλη εισόδου σε οδό κλπ.

Οι Ρωμαίοι για την ξεχωρίζουν από τις λοιπές πόλεις στην αυτοκρατορία τους, που είχαν την ίδια ονομασία, την έδωσαν την προσωνυμία Λυγκηστίς, που ήταν η ονομασία της ευρύτερης περιοχής. Έτσι έμεινε και γνωστή: Ηράκλεια Λυγκηστίς (Heraclea Lyncestis). Η προσωνυμία προέρχεται από το όνομα Λυγξ-γκός, που είναι ένα αιλουροειδές σαρκοφάγο ζώο καθώς και ένας αστερισμός στο βορρά, που σχηματίζει το κεφάλι του ζώου αυτού. Από τον αστερισμό κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται και η ονομασία της περιοχής - ως το βορειότερο μέρος της Μακεδονίας. Οι Λυγκησταί ήταν ένας ελεύθερος λαός που κυβερνιόταν από τους βασιλείς του, οι οποίοι ανήγαγαν την καταγωγή τους στο βασιλικό οίκο των Βακχιάδων της Κορίνθου.(A Geographical and Historical Description of Ancient Greece John Anthony Cramer, Oxford MDCCCXXVIII σελ. 193)


Η Ηράκλεια ήταν μια ακμαιότατη ελληνική πόλη του μακεδονικού βορρά. Ο Στέφανος Βυζάντιος ( 5ος-6ος μ.Χ.) την αναφέρει ως κτίσμα του Αμύντα του Φιλίππου και καθορίζει την ονομασία του κατοίκου. Λέει ακριβώς:


«Ἡράκλεια: Ἀμύντου τοῦ Φιλίππου κτίσμα.τό ἐθνικόν Ἡρακλεύς και Ἡρακλειώτης καί Ηρακλεώτης και Ἡράκλειον και Ἡρακλεωτικόν»


Ήδη στους χριστιανικούς αυτούς αιώνες παρουσιάζεται ως Επισκοπή της Πελαγονίας.

Αυτό μας γίνεται γνωστό από το 343 μ.Χ. με τα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας) όπου είχε λάβει μέρος ο επίσκοπος Ηρακλείας Λυγκηστής Ευάγριος. Επίσης από τη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου του 449 μας είναι γνωστός ο επίσκοπος Κουιντιλίνος.

Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα έχουμε μια μεγάλη καταστροφή της πόλης από τους Οστρογότθους και τους Βισιγότθους που υπό την αρχηγία του Θεοδόρικου την ρημάξανε.

Στα 518 μ.Χ. ένας φοβερός σεισμός κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η καταστροφή θα συμπληρωθεί στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου όταν θα δεχτεί επιθέσεις από σλαβικά φύλα που κατέβηκαν από το Δούναβη.








Φώτο: Ανατύπωση από ρωμαϊκό χάρτη του 1ου μ.Χ.αιώνα, με κόκκινο κύκλο η πόλη Ηράκλεια








Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια, αφού μας γίνεται γνωστό πως γύρω από την καταστραμμένη πόλη εγκαταστάθηκαν άγριες σλαβικές φυλές.

Κυρίαρχο σλαβικό φύλο αναφέρονται οι Δραγουβίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λυγκηστής (Πελαγονία).

Η Ηράκλεια όμως συνεχίζει να επιβιώνει μέσα στους αιώνες αφού σημειώνεται από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) με άλλες μακεδονικές πόλεις.

Από τον αιώνα όμως αυτόν, παύει να αναφέρεται, όπως πολλές πόλεις στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Η εποχή ταυτίζεται με την εξάπλωση των Βουλγάρων στα βόρεια τμήματα της Μακεδονίας, όπου είχαν καταλάβει αρκετές πόλεις, εγκατέστησαν βουλγαρικές διοικήσεις και έκτοτε παύουν να υφίστανται. Ιστορικά και αρχαιολογικά είναι από τότε καταστραμμένες.

Στον ίδιο χώρο της Ηράκλειας, δηλαδή, δίπλα από τα συντρίμμια της πόλης, δημιουργήθηκε ο νέος συγκροτημένος οικισμός. Αυτός ξεκινά με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Η νέα πόλη που φθάνει μέχρι τις μέρες μας, κτίζεται δίπλα στα απομεινάρια της αρχαίας. Οι σλαβικές φυλές με την πάροδο του χρόνου, αρχίζουν να εκπολιτίζονται και βιώνουν ειρηνικά με τους ελληνικούς πληθυσμούς. Τα χρόνια περνούν και η παλιά πόλη χάνει την αξία και την ονομασία της.

 Η νέα έγινε γνωστή ως Μοναστήρι, λόγω των μοναστηριών που ιδρύθηκαν στην περιοχή.

Μας λέει ο Α. Αρβανίτης (Η Μακεδονία εικονογραφημένη, Αθήνα 1909) πως έλαβε την ονομασία από τη Μονή που βρισκόταν στη νέα πόλη.
«Ιδρυτής της Μονής υπήρξε ο Ιουστινιανός, κατ’άλλους όμως αυτός ο Όσιος Ναούμ, μαθητής του μεγάλου Κυρίλλου, ο διδάξας τα εκεί βάρβαρα έθνη και εν αυτή τελευτήσας.» (σελ.108).


Από την χριστιανική ονομασία της πόλης προέκυψε η σημερινή ονομασία Μπίτολα -Bitola (БИТОЛА), που προέρχεται από την παλιά σλαβική Obitel που θα πει Μοναστήρι.

Επί Οθωμανικής Κυριαρχίας το Μοναστήρι αποτελούσε Βιλαέτι (Περιφέρεια) με τρεις επαρχίες: Μοναστηρίου, Κορυτσάς και Σερβίων.

Σύμφωνα με απογραφή του πληθυσμού που δημοσιεύθηκε το 1908, στην επαρχία Μοναστηρίου καταγράφηκαν 70.000 ορθόδοξοι Έλληνες, 126.000 Σχισματικοί, 2990 Βλάχοι ρουμανίζοντες, 15.000, Σλάβοι σερβίζοντες, 80.000 Μουσουλμάνοι και 4.200 Εβραίοι. ( Σ.Α. Γυαλίστρα, Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας προ του 1912, Αθήνα 1960).


Ο Μοναστηριώτης συγγραφέας αγωνιστής της Μακεδονίας Γιώργος Μόδης, σε διάλεξή του το 1962 με θέμα «Η Μακεδονία μας και η μακεδονική μειονότης» θα τονίσει:

«Το Μοναστήρι είχε ελληνικά σχολεία, πρωτού δημιουργηθούν τα βαλκανικά κράτη, τρεις Μοναστηριώτες φοιτηταί έπεσαν στην μάχη Βαφέ της Κρήτης το 1866, η Ελληνική Κοινότητα ίδρυσε το Νοσοκομείον «Ευαγγελισμός» ήδη το 1828 και το ανήγειρε εκ θεμελίων μεγαλοπρεπέστατον το 1900 με δαπάνην πολλών χιλιάδων λιρών των αδελφών Δημητρίου και διατηρούσε μέχρι το 1912 Γυμνάσιον, Παρθεναγωγείον, Διδασκαλείον, θερινόν και χειμερινόν Γυμναστήριον και άλλα 20 σχολεία, στεγασμένα όλα εις ιδιόκτητα κοινοτικά μέγαρα.
»Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είχε το μοναδικόν προνόμιον να εκδίδει «καϋμέδες» μικρά χαρτονομίσματα. Εις όλα όμως εκείνα τα σχολεία διδάσκεται σήμερα άλλη γλώσσα!..."

Κι ο περήφανος Μοναστηριώτης θα συμπληρώσει:


«Μέσα στο Μοναστήρι διεξήχθη τότε σκληρός ελληνοβουλγαρικός πόλεμος. Πολλαί δωδεκάδες έβαψαν με το αίμα των τα καλντερίμια του. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια υπερίσχυσαν. Ήτα το ζωηρότερο εθνικό προπύργιο, το οποίο περιέβαλλε με θερμήν στοργήν και θαυμασμό όλος ο Ελληνισμός. Είχε και Έλληνα Βουλευτήν στη Τουρκική Βουλή, τον Τραϊανό Νάλη και εις τας δύο περιόδους.»


Άλλοι γνωστοί Έλληνες που διέπρεψαν στο Μοναστήρι ήταν οι αδελφοί Μανάκια. Ο Γιαννάκης και ο Μίλτος από τον οικισμό Αβδέλλα των Γρεβενών.
 Ήταν φωτογράφοι και οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων.
 Άνοιξαν φωτογραφείο στα Γιάννενα αλλά έφυγαν για το Μοναστήρι στα 1904.
Τα δύο αδέλφια αργότερα θα χωρίσουν λόγω πολιτικών ιδεολογιών.
O πρώτος θα εγκατασταθεί στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη όπου και θα πεθάνει πολλά χρόνια αργότερα άσημος και ο δεύτερος θα παραμείνει στο Μοναστήρι μέχρι το τέλος της ζωής του (1954) .

Σήμερα οι Σλάβοι του Μοναστηρίου, θεωρούν το Μίλτο ως ‘Μακεδόνα’ και τιμούν με ετήσιες γιορτές κινηματογράφου τη μνήμη του.