Showing posts with label έλληνες. Show all posts
Showing posts with label έλληνες. Show all posts

Μόρρυλος: Η παραμυθένια ιστορία μιας επιγραφής


“ΣΤΕΦΑΝΩΣΑΙ ΑΥΤΟΝ ΘΑΛΛΙΝΩ ΣΤΕΦΑΝΩ”
Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Δεν είναι, μόνο, φαινόμενο των καιρών μας.
Να θυμόμαστε, δηλαδή, έναν συμπολίτη μας που πρόσφερε κάτι από την περιουσία του, στο Δήμο της πόλης του και η αρχή αυτή, να τον τιμά για την πράξη του, πολλά χρόνια αργότερα. Όταν, δηλαδή, αναλαμβάνουν άλλοι τα ηνία της πόλης.

Φαίνεται όμως πως ήταν αντιπολιτευόμενος της δημοτικής αρχής και γι’ αυτό μη αρεστός σε αυτήν. Άν και, όπως μας γίνεται γνωστό, δεν ήταν επικριτικός άσκοπα προς αυτήν.
Δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια πριν, στην αρχαία Μόρρυλο, που βρισκόταν δέκα χιλιόμετρα νότιο δυτικά της πόλης Κιλκίς, (στους Άνω Αποστόλους) ένας καλοκάγαθος πολίτης αποφάσισε να ενισχύσει από το υστέρημά του, το Δήμο της πόλης του.
Το όνομά του ήταν ‘Παράμονος’. Κατοικούσε στη ξακουστή για το Ασκληπιείο της, κωμόπολη της Κρηστωνίας.
Φώτο: Η πυκνογραμμένη μακεδονική επιγραφή του 'Παράμονου' της αρχαίας Μορρύλου-Κρηστωνίας του 3ου αιώνα π.Χ.
Η Μόρρυλος ήταν μια μικρή αγροτική πόλη που μας είναι γνωστή από τα ελληνιστικά χρόνια (3ος π.Χ. αιώνα).
Το όνομά της πρέπει να το πήρε από τη ιαματική ‘μορρία ύλη’ (λασπώδες υλικό) της περιοχής της. Τότε η περιοχή της Μορρύλου ήτανε βαλτώδης, κατάλοιπο της μεγάλης αρχαίας λίμνης που έφθανε στον Αξιό ποταμό.
Η λασποθεραπεία έδινε υγεία και ανακούφιση στους επισκέπτες της. Η ιαματική αυτή πλευρά της Μορρύλου ήταν πασίγνωστή στο πανελλήνιο, αφού ασθενείς συγκεντρώνονταν στο χώρο που είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό και τη θεά Υγεία, έκαναν λασποθεραπεία και προσέφερναν τάματα για την ίασή τους.
Ένα-δύο χρόνια πριν αναλάβει τα ηνία της Μακεδονίας ο Αντίγονος ο Γονατάς, στην αρχαία Μόρρυλο, οι νέο-εκλεγέντες άρχοντες αποφάσισαν να τιμήσουν έναν πολίτη της πόλης που έκανε δωρεά στο Δήμο, μια αγελάδα, που από τους απογόνους της δημιουργήθηκε μια ολόκληρη αγέλη.
Η επιγραφή που βρέθηκε το 1961 στους Άνω Αποστόλους της περιοχής του Κιλκίς, είναι αρκετά κατατοπιστική. Είναι γραμμένη στην γλώσσα που συνηθίζονταν την εποχή αυτήν. Απηχούσε την λαλουμένη των χρόνων αυτών, όπως, άλλωστε, όλες οι επιγραφές που βρέθηκαν στην Κρηστωνία και γενικότερα στη Μακεδονία.

Η επιγραφή μέσα σε λίγες γραμμές μας φανερώνει μια ολόκληρη ιστορία. Μεταφέρουμε το αρχαίο κείμενο στη σημερινή μας γλώσσα:

« Οι Άρχοντες : ο Εύξεινος υιός του Σάμου, ο Μένανδρος ο υιός του Ολώιχου, ο Νικάνωρ υιός του Παράμονου αποφάσισαν τα εξής:
Ο Παράμονος ο υιός του Σαμαγόρου στη διάρκεια των χρόνων της στρατηγίας του Δημήτριου του Σώπατρου, προσήλθε στο κοινοβούλιο (της πόλης) και χάρισε στην πόλη αλλά και υπέρ του Ασκληπιού μια αγελάδα.
Από τότε με τους απογόνους της αγελάδας έγινε
ολόκληρη αγέλη. Στο δέκατο πέμπτο έτος της στρατηγίας του Επινίκιου, έγινε δεκτό από την πόλη να στεφανώσουν αυτόν με θάλλινο στεφάνι αφού οι άρχοντες τότε που έγινε η δωρεά δεν υλοποίησαν την απόφαση (να του δώσουν έπαινο) που είχε γίνει δεκτή από το κοινοβούλιο των Μορρυλίων αν και πολιτεύται χωρίς μεμψιμοιρία προς αυτούς.
Αποφάσισαν να επαινέσουν αυτόν σύμφωνα με τα κοινά δεδομένα, να τον τιμήσουν με Θάλλινο Στεφάνι (στεφάνι από κλαδιά ελιάς), να στηθεί μάλιστα στήλη με αυτόν σε επιφανές σημείο της τοποθεσίας του Ασκληπιού, για να βλέπουν οι πολίτες πως απονέμεται μια τιμητική διάκριση σε τέτοιους άνδρες για να μιμηθούν παρόμοια ενέργεια.
Να αποσταλεί, μάλιστα, το ψήφισμα στον χαράκτη (μνήμονα).
Ψηφίστηκε στις 17 Υπερβερεταίου ).»

Με την επιγραφή αυτήν βλέπουμε πως οι αρχές της μικρής μακεδονικής πόλης της Κρηστωνίας, τιμούσαν ένα πολίτη τους, ώστε να γίνει παράδειγμα προς μίμηση για τους υπόλοιπους.
Βλέπουμε ακόμη πως ‘πολιτευόταν χωρίς μεμψιμοιρία’ (‘πολιτεύεται πρός αὐτούς
ἀμεμψιμοιρήτως’, γράφει επί λέξει η επιγραφή) προς τις αρχές της πόλης, αυτές όμως τον αγνόησαν.
Δεν τον λησμόνησαν όμως οι επόμενοι άρχοντες που πιθανόν να βοήθησε και ο Παράμονος στην εκλογή τους.
Παρατηρούμε πόση μεγάλη σημασία έδιναν οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής μας στην τιμή του ‘θάλλινου στεφανιού’ , που δεν ήταν παρά ένα απλό στεφάνι από μικρά κλαδιά ελιάς. Η απονομή του στεφανιού αυτού στο τιμώμενο πρόσωπο από τις αρχές της πόλης ήταν πολύ τιμητικό για τον επαινούμενο. Είναι μια τιμητική διάκριση που την βλέπουμε σε όλες τις ελληνικές πόλεις της αρχαιότητας.(σημ.συγρ. Στην επιγραφή αναφέρεται : ‘θαλλίνω στεφάνω’, στεφάνι, δηλαδή, από θαλλό, νέο τρυφερό κλαδί, βλαστός, κυρίως, της ελιάς. Στον Ηρόδοτο (7.19) το βρίσκουμε ‘ἐστεφανῶσθαι ἐλαίης θαλλῷ’, ο Πλάτων στους Νόμους (946Β): ‘στεφανοῦν τινά θαλλῷ’ .)

Για να μπούμε λίγο στο κλίμα της εποχής σημειώνουμε πως το Νοέμβριο του 280 π.Χ. έγινε επέλαση των Γαλατών στην περιοχή. Προηγήθηκε μάχη των Μακεδόνων με του Γαλάτες που είχαν αρχηγό κάποιον ονόματι Βέλγιο. Δεν είχαν υπολογίσει καλά τις δυνάμεις του εχθρού και ηττήθηκαν, σκοτώθηκε μάλιστα ο Μακεδόνας βασιλιάς Πτολεμαίος ο Κεραυνός.
Οι Γαλάτες λεηλάτησαν τότε την περιοχή. Ήταν πλούσια η λεία τους αφού τον επόμενο χρόνο (279 π.Χ.) άλλα γαλατικά στίφη με αρχηγό κάποιον Βρέννο λεηλατούν τις αγροτικές πόλεις της περιοχής.
Αυτές οι λεηλασίες ανάγκασαν, ως φαίνεται, τη Μόρρυλο, να χτίσει τείχη για να μπορεί να αμυνθεί στις βαρβαρικές ληστρικές επιθέσεις.
Η δημιουργία του τείχους της πρέπει να έγινε στα χρόνια του Αντίγονου του Γονατά που ανέλαβε τη μακεδονική εξουσία το 278 π.Χ. έως το 240 π.Χ.
Πέρα από το περιεχόμενο της επιγραφής, βλέπουμε μερικά από τα ονόματα που υπήρχαν την εποχή αυτήν, την γλώσσα που μιλούσαν, τις ημερομηνίες που χρησιμοποιούσαν, αλλά και τις πολιτικές αντιπαλότητες που υπήρχαν.
Χαρακτηριστικό της εποχής είναι η κυριαρχία της ηθικής στην κοινωνική δομή της πόλης. Οι αρχές πιστεύουν πως θα παρακινήσουν τους πολίτες να ευεργετήσουν την πόλη τους, με την δημοσιοποίηση της πράξης του Παράμονου.
Συνεδριάζουν γι’ αυτό, χαράσσουν σε πέτρινη πλάκα την απόφασή τους και δημιουργούν, έτσι, ένα δεδομένο παράδειγμα προς μίμηση. Εδραιώνουν την πίστη τους στην πόλη και την εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτεία.
Η μικρή αυτή ελληνική πόλη θα επιζήσει και θα αναπτυχθεί μέχρι τους πρώτους ρωμαϊκούς αιώνες.
Στα επόμενα ταραχώδη χρόνια θα λεηλατηθεί, ώσπου τελικά θα καταστραφεί από βαρβαρικές επιδρομές βόρειων λαών.

(Κείμενο και φώτο από το βιβλίο του Γιώργου Εχέδωρου «Αρχαία Κρηστωνία»)

Οι κλέφτες των Μεγάλων Θεών

--> Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Στην εποχή μας, με τα μέσα μετάδοσης ή αναμετάδοσης των ειδήσεων, των γεγονότων, των συμβάντων, παρέχεται πλεόνασμα πληροφοριών στο σύγχρονο πολίτη. Μέσα σε λίγη ώρα γνωστοποιούνται ή παραποιούνται, αναλόγως, τα πάντα. Είναι ζήτημα εάν 3% των γεγονότων αυτών παραμένουν στη μνήμη του σύγχρονου ανθρώπου πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, μέχρι η θέση τους να καταληφθεί, δηλαδή, από τα νεότερα γεγονότα.
Προλογίζω με αυτήν τη ‘φιλολογία’ για να τονίσω πως κάθε εποχή έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Καταγεγραμμένα ‘γεγονότα’ έχουμε και από το μακρινό παρελθόν. Μας γίνονται γνωστά επειδή χαράχθηκαν, από τους αρχαίους, σε ένα κομμάτι μαρμάρου για να ενημερώσουν, να ευχαριστήσουν κάποιον ή να αποτρέψουν παρόμοιες ενέργειες από τους συγχρόνους τους. Οι επιγραφές, όμως, αυτές είχαν και παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Φώτο : Η επιγραφή των ...συλητών
Τους πιάσανε στα ...πράσα!
Οι συλητές, οι αρχαιοκάπηλοι, οι ασεβείς, οι καταστροφείς ναών και οι κλέφτες δεν είναι καινοφανές κοινωνικό φαινόμενο. Το ριψοκίνδυνο ...επάγγελμα του κλέφτη ανήκει στην ...γκάμα των αρχαιότατων παρασχολιών του ανθρώπου.
Έχουμε συναντήσει, ουκ ολίγες φορές, επιγραφές για καταστροφές αρχαίων ναών, πυρκαγιές ναών αλλά δεν έτυχε να πέσει στην προσοχή μας, κλέφτες ναού που πιάστηκαν επί το ...έργον!
Το περιστατικό, που αναφέρουμε, διαδραματίστηκε πριν από δύο χιλιάδες τριακόσια χρόνια στο ναό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης! Δυστυχώς για αυτά, τα κλεφτρόνια δηλαδή, χάσανε την αιωνιότητα. Η επιγραφή δεν αναφέρει τα ...ονόματά τους, ούτε και πόσοι ήτανε. Η αναφορά, όμως, που γίνεται στο βασιλιά Λυσίμαχο της Θράκης μας παραπέμπει στα πρώτα χρόνια του 3ου π.Χ. αιώνα.
Οι ‘μάγκες’ είχαν γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων τους ‘τοις θεος μεγάλοις Σαμοθραξί’, όχι όμως οι φύλακες του ναού και των πανάκριβων αφιερωμάτων των πιστών, που φυλάγονταν στο ναό.
Και έτσι η φαεινή αλλά ασεβής ιδέα τους να πάνε στο Ιερό Νησί για να αρπάξουν τα χρυσαφικά και να βάλουν φωτιά στο ναό των Μεγάλων Θεών είχε άσχημο για αυτούς αποτέλεσμα.

Φώτο: Νόμισμα Λυσιμάχου
Τι μας πληροφορεί η επιγραφή
Η επιγραφή που βρέθηκε μέσα στον αρχαίο ιερό χώρο των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης είναι κατατοπιστική για το τι ακριβώς συνέβη εκείνο το μακρινό βράδυ που καλύφθηκε από το μελανό χιτώνα των αιώνων.
Μας λέγει πως οι κλέφτες ήρθανε βράδυ στο νησί με πλεούμενο και αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία που ήταν γνωστή ως σημείο Πυθαγόρου:
«εσπηδσαντας νκτωρ π’ δικαι
κα σεβεαι το ερο μετ τν πι-
πλευσντων γ νυκτμ παρ
Πυθ̣αγρου»
Μας ενημερώνει όμως πως ο ιερός χώρος αλλά και η αρχαία πόλη φυλάσσονταν από ανθρώπους του Μακεδόνα βασιλιά της Θράκης Λυσίμαχου:
''ἐπειδ βασιλες Λυσμαχος̣ ̣ν τε τος λλοις
δ̣ιατε̣λε πσαν πιμλειαμ π̣ο̣ι̣ο-
μ̣ενος το ερο κα τς πλεως, νν τε
τος σεβσαντας ες τ εργ κα
γχειρσαντας συλσαι τ ναθματα̣
τ̣ νατεθντα π τμ βασιλωγ κα
τν λλων λλνωγ κα ζητσαντας
μπρσαι τ τμενος τν θεν''
Δηλαδή,
Ο βασιλιάς Λυσίμαχος μαζί με όλους τους άλλους (που αναφέρθηκαν πιο πριν, ως φαίνεται) ήταν υπεύθυνος και για τον ιερό χώρο αλλά και για την ίδια την πόλη, συνέλαβε τους κλέφτες που αποπειράθηκαν να συλήσουν, να ληστεύσουν τα βασιλικά αφιερώματα αλλά και τα αφιερώματα των υπόλοιπων Ελλήνων καθώς προσπαθούσαν να κάψουν το τέμενος των Θεών.
Εκείνο που εντυπωσιάζει από το δεύτερο σκέλος της επιγραφής είναι δύο σημεία της:
Το πρώτο είναι η αναφορά για τα αφιερώματα των βασιλέων:
«π τμ βασιλωγ κα τν λλων λλνωγ»,
δηλαδή, όλοι οι βασιλείς που άφησαν στο ναό ευλαβικά αφιερώματα ήσαν Έλληνες αλλά και οι άλλοι ( οι πιο κατώτεροι) ήσαν και αυτοί Έλληνες. Έτσι βλέπουμε πως οι Μεγάλοι Θεοί της Σαμοθράκης περί το 297 π.Χ. λατρεύονταν αποκλειστικά από Έλληνες, σύμφωνα πάντα με την επιγραφή.
Το δεύτερο ενδιαφέρον σημείο είναι ο σεβασμός του Μακεδόνα βασιλιά Λυσίμαχου προς την Πόλη και το Δήμο της Σαμοθράκης:
«παραγενμενος βασιλες
ες̣ τος τπους δδωκεν γδτους
τ̣ι πλει κα φσταλκε πρς τν
δμον, πως τχωσι τς προσηκο-
σης τιμωρας»
Δηλαδή, όταν ο Λυσίμαχος ήρθε στους ιερούς χώρους του νησιού, παρέδωσε τους ληστές στην Πόλη της Σαμοθράκης, τη συγκροτημένη μορφή που είχε τότε, και στη δικαιοδοσία του Δήμου για να αποφασίσει για την προσήκουσα τιμωρία των ασεβών.

Δελφοί: «Δόγμα ἀρχαῖον Ἀμφικτιόνων»

Από τον πανάρχαιο ιερό τόπο των Δελφών παρελαύνουν μέσα στους αιώνες έλληνες από όλο τον γνωστό αρχαιοελληνικό κόσμο. Μακεδονία, Πόντο, Μεγάλη Ελλάδα, Μικρά Ασία, Εγγύς Ανατολή, Αίγυπτο. Ακράδαντη πίστη τους οι αρχέγονοι κοινοί δεσμοί τους.


Το στάδιο των Δελφών
Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Μέσα από τις δεκάδες επιγραφές που διασώθηκαν στους Δελφούς μας δίνεται η δυνατότητα να αντιληφθούμε γεγονότα και καταστάσεις διαφόρων ιστορικών περιόδων.
Από τον επιγραφικό αυτόν πλούτο αναφύεται η πίστη, η προσήλωση, ο σεβασμός του αρχαίου ανθρώπου σε αιώνιες αξίες από τις οποίες εμποτίστηκε γαλουχήθηκε, διαμορφώθηκε και εξανθρωπίστηκε ο χαρακτήρας του.
Οι σοφοί των Δελφών ακολουθούσαν ανέκαθεν το αμφικτιονικό πνεύμα. Μέσα από αυτό προωθείτο η ιδέα των Κοινών Δεσμών. « Η κοινή καταγωγή, η κοινή γλώσσα, η λατρεία κοινών θεών αποτελούν στοιχεία με τα οποία αναγνωρίζεται η εθνική ταυτότητα. Οι αμφικτιονίες, τα μαντεία, οι πανελλήνιοι αγώνες συνέβαλαν στη δημιουργία πανελλήνιας εθνικής συνείδησης.»(
Εκήβολος).


Το αρχαίο Θέατρο και δίπλα ο ναός του Απόλλωνα
Συναντούμε πολύ συχνά στις δελφικές επιγραφές το στίχο: 
«δόγμα ἀρχαῖον Ἀμφικτιόνων»,
 όπως επίσης και αυτό που διέπει τα μέλη της αμφικτιονίας : 
«οἱ Ἀμφικτίονες πλείσταν ἔχοντι πρόνοιαν ὑπὲρ τᾶς πρὸς τοὺς θεοὺς εὐσεβείας»
 (επιγραφή του 279/9-278/7 π.Χ.).
Όταν αναγράφεται σε λίθινη στήλη του 3ου αιώνα - πριν την χριστιανική χρονολόγηση - για το «δόγμα ἀρχαῖον», αντιλαμβάνεται κανείς πως δεν υποδηλώνεται μια φιλοσοφία περί των κοινών δεσμών που άρχισαν πριν τέσσερις - πέντε αιώνες από τότε, αλλά η έννοια ‘αρχαίον’ δηλώνει ένα άγνωστο βάθος χρόνου.
 Δεν θα ήταν υπερβολή αν θεωρούσαμε πως η έννοια του αρχαίου στην ...αρχαιότητα, περικλείει ένα χρονικό διάστημα πέραν, τουλάχιστον, των χιλίων ετών από την χάραξη της επιγραφής.
Αυτή, λοιπόν, η εθνική συνείδηση που προωθούσε η δελφική αμφικτιονία προτάσσοντας τους κοινούς δεσμούς μεταξύ των ελληνικών φύλων, άρχιζε από την αδιαμφισβήτητη πεποίθηση της κοινής ελληνικής καταγωγής τους.
Χρονολογικά διαπιστώνουμε, ότι οι αναγραφόμενες πόλεις στις δελφικές επιγραφές κατά τον τέταρτο αιώνα π.Χ., έχουν μια γεωγραφική απεικόνιση του τότε αρχαίου ελληνικού κόσμου.
Έτσι σε επιγραφή που καθορίζεται στο 360 π.Χ. έχουμε τον Ξενότιμο από την Ηράκλεια του Πόντου με το παρακάτω απόσπασμα:

«Ξενότιμος
Ἡρακλείδα
Ἡρακλειώτας
ἐκ τοῦ Πόντου,
ἰατρός, στατῆρα
χρυσίου Ἀβυδηνόν.»


Έχουμε και μια άλλη επιγραφή του 358 π.Χ. από κατοίκους της Ηράκλειας της Ιταλίας 
(;).
«Ἡρακλεῖοι ἀπ’ Ἰτ̣α̣λίας
τὸ πρότερον καὶ τὸ
ὕστερον, νόμους
ἰταλιωτικοὺς ἑκατόν»

Από τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας σε επιγραφή του 339 π.Χ.:

«․․ς Κροτωνιάτας τὰ ἥμισσα, ξ-
ύλα ἐπρίαντο ἐλάτινα παρασ-
χεθεῖν ἐν Δελφοῖς».


Έχουμε αφιερώματα Μακεδόνων στο δεύτερο ήμισυ του τέταρτου αιώνα π.Χ.:
«πρόσοδοι δὲ ἐγένοντο· παρὰ ...Μικίωνι Κλάσιος Ἀργείωι, Πυθοδώρωι Πύθωνος Ἀθηναίωι, Τιμανορίδαι Κορδυπίωνος Μακεδόνι, Λέωνι Ἡγησάνδρου Μακεδόνι, Κράτητι Τιμοκράτεος Σικυωνίωι». 

Επιγραφή είναι του 327/326 π.Χ.
Αρκετές αναφορές γίνονται για αφιερώματα κατοίκων των μακεδονικών πόλεων όπως: της Βέροιας, Απολλωνίας, Σκοτούσσας, Πιερίας και πολλών άλλων.
Μια χαρακτηριστική αναφορά του Μακεδόνα βασιλιά Πτολεμαίου της Αιγύπτου, στην Δελφική Αμφικτιονία, γίνεται σε επιγραφή του 266/265 π.Χ.
Λεπτομερώς επιγράφεται:

«ἐπὶ ἄρχοντος ἐν Δελφοῖς Πλείστωνος, ἱερομνημονούντων·
... οἱ ὑπὸ τοῦ βασιλέος Πτολεμαίου
ἀποσταλέντες θεωροί, προσελθόντες πρὸς τὸ συνέδριον ἡμῶν
ἀπήγγειλαν ὅτι ὁ βασιλεὺς θυσίαν ποιεῖ καὶ ἀγῶνα τίθησι τῶι]
πατρὶ αὐτοῦ κ̣αὶ παρεκάλεσαν ὅπως μετέχωσι καὶ οἱ Ἀ[μφι]-
κτύονες τῆς τε θυσίας καὶ τοῦ ἀγῶνος ὃν τίθησιν ὁ βασιλεὺς
Πτολεμαῖος τῶι πατρὶ ἐν Ἀλεξανδρείαι, καὶ ἀποδέχωνται
αὐτὸν ἰσολύμπιον· ἀγαθῆι τύχηι· δεδόχθαι τοῖς Ἀμφικτύοσιν·
τῆς τε θυσίας μετέχειν τῶι βασιλεῖ Πτολεμαίωι τοὺς Ἀμι-
κτ̣ύο̣νας, καὶ τὸν ἀγῶνα ἀποδ̣έχεσθαι ἰσολύμπιον, καθάπερ
οἱ θεωροὶ παρεκάλεσαν, ὁμοίως]δὲ καὶ τοὺς ἄλλους ἄπαντας ὅσοι
κοινωνοῦσι τοῦ ἱεροῦ(?) τοῦ θεοῦ κατὰ τὰ δεδοχμένα τοῖς Ἀμ-
φικτύοσι· διδόναι δὲ τὰ(?) ἴσα̣ ἆθλα καὶ τὰς τιμὰς ἑκάστους τοῖς
νικῶσι τὸν ἀγῶνα τοῦτον, ὅσαπερ καὶ τοῖς τὰ Ὀλύμπια νενικη-
κόσι δέδοται· ἑλέσθαι δὲ καὶ θεωροὺς ἐξ αὑτῶν τοὺς Ἀμφικτύο̣-
νας καὶ ἀποστεῖλαι πρὸς Πτολεμαῖον ὅταν ποιῆι τὴν θυσίαν καὶ
τιθῆι τὸν ἀγῶνα τῶν Πτολεμαιέων. ἀνενεγκ̣εῖν δὲ τὸ δόγμα τό-
δε τοὺς ἱερομνήμονας εἰς τὰς πόλεις αὐτῶν »


Όπως γίνεται φανερό από την επιγραφή αυτή ο Πτολεμαίος απέστειλε ‘θεωρούς’ στο συνέδριο των Αμφικτιόνων των Δελφών, όπου αυτοί ανήγγειλαν ότι ο βασιλιάς τους κάνει θυσία και διοργανώνει αγώνες στο μνήμη του πατέρα του και παρακαλεί να προτρέψει ο Πλείστων, που ήταν ο άρχοντας των Δελφών, να αποδεχθεί την αποστολή και των άλλων αμφικτυόνων στους αγώνες που διοργανώνει στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και να τον αποδεχθούν κι αυτόν ως ισότιμο όσων συμμετέχουν στους Ολύμπιους Αγώνες.

Και βέβαια δεν θα μπορούσαν οι Δελφοί να αρνηθούν κάτι τέτοιο, αφού το «δόγμα ἀρχαῖον Ἀμφικτιόνων» ήταν η συνένωση όλων των Ελλήνων και με την απόκτηση κοινών δεσμών μεταξύ των (αμφί αυτών)
Για να εννοήσει καλύτερα κανείς το πνεύμα από το οποίο διακατεχόταν οι σοφοί των Δελφών αρκεί να διαβάσει μια άλλη επιγραφή της ιδίας εποχής κατά την οποία βρίσκονταν σε εξέλιξη πόλεμος μεταξύ Ελλήνων, μελών της αμφικτυονίας, και συγκεκριμένα του Πτολεμαίου της αιγυπτιακού βασιλείου και του Αντιγόνου του βασιλείου του Μακεδονίας.
Στο 250 ή 260 π.Χ. ο Πτολεμαίος ο Β΄ (του πτολεμαϊκού κράτους της Αιγύπτου) έκανε επιδρομή στα μικρασιατικά παράλια για να καταλάβει την Έφεσο και τη Μίλητο, (σήμερα ανήκουν στην Τουρκία), τότε υπήρξε αντίδραση από το κράτος των Σελευκιδών όπου κυβερνούσε ο Αντίοχος ο Β΄, που βρήκε συμμάχους τους Ρόδιους και τον βασιλιά της παλιάς Μακεδονίας, Αντίγονο το Γονατά.
Την περίοδο αυτή έτυχε και το συνέδριο των δελφικών αμφικτιονιών. 

Μας γίνεται γνωστή η θέση των Δελφών στα διαδραματιζόμενα γεγονότα και τη στάση που ακολουθεί έναντι των δύο Μακεδόνων βασιλέων, ώστε να υπάρξει σύμπνοια και αλληλοκατανόηση μεταξύ των.
Γράφει η επιγραφή του 260 π.Χ.

«...πρός τε τοὺς βασιλεῖς Πτολεμαῖον καὶ Ἀντίγονο̣ν̣ πρέσ-
βεις ἀπέστειλαν καὶ διέθεσαν ὥστ’ εἶναι τὴν ἀσφάλει-
αν πᾶσιν παρ’ ἀμφοτέρων̣, αὐτοί τε πρὸς τοὺς ἄλλου̣ς
Ἕλληνας διεπρέσβευσαν καὶ κήρυκας διαποστείλαν-
τες παρεκάλεσάν τε καὶ παρεσκεύασαν ἀσφάλει-
αν πᾶσι τοῖς παραγινομέ̣νοις, φύλακας πανταχο̣ῦ
καταστήσαντες· ἐκόλασα[ν δὲ καὶ ἱκανοὺς (?) τῶν ἐπ̣α-
ναχθέντων πρὸς αὐτοὺς κακούργων κρίναντες κατὰ
τὸν νόμον· διώικησαν δὲ καὶ τὰ κατὰ τὴν ἀρχὴν κα-
λῶς καὶ δικαίως καὶ τῆς συνόδου τῶν Ἀμφικτυόνων ἐν
Θερμοπύλαις διὰ τὸν πόλεμον διακωλυθείσης ἐπὶ χρό-
νον πολύν, οὗτοι πρῶτον παρεκάλεσαν πάντας τοὺς Ἕλ-
ληνας καὶ παρασκευάσαντες τὴν πυλαίαν ἀσφαλῆ
πᾶσι τοῖς ἀφικνουμένοις ἀγορατροῖς καὶ Ἀμφικτύοσιν(?)
καὶ τὰς θυσίας καὶ τἆλλα πάντα συνετέλεσαν κατὰ τοὺς
νόμους τῶν Ἀμφικτυόνων λ̣αμπρῶς(?) καὶ καλῶς καὶ εὐσε-
βῶς.»


Για τη σύνοδο, δηλαδή, των Αμφικτυόνων που θα πραγματοποιούνταν στις Θερμοπύλες ελήφθησαν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την ασφάλεια των δύο αντιμαχομένων βασιλέων Πτολεμαίου και Αντίγονου.
Παρότι βρισκόντουσαν σε εμπόλεμη κατάσταση θα συμμετείχαν και οι δύο, στο Δελφικό Κοινό των Ελλήνων.
Προκαλεί, πράγματι, θαυμασμό η ανώτερη στάση την οποία κρατούν οι Δελφοί προκειμένου τα δύο αντιμαχόμενα ελληνικά μέλη να συμμετάσχουν στο συνέδριο της Αμφικτιονίας.
Και φυσικά δεν υπάρχει αρνητική διάθεση αν και ευρίσκονταν σε κατάσταση πολέμου.


Τα συνέδρια αυτά των Αμφικτιονιών ήταν μια μεγάλη γιορτή του ελληνισμού της αρχαιότητας. Σύμφωνα με τις επιγραφές των Δελφών μετά τις θυσίες υπέρ των Θεών, γινόντουσαν Ολύμπιοι Αγώνες μεταξύ των μελών της αμφικτιονίας, και δεν νοούνταν μόνον αγώνες της σωματικής δεινότητας αλλά της τέχνης και του πνεύματος (ποίηση, θέατρο, χορός κλπ)Χαρακτηριστική είναι η μνεία που γίνεται στο Λεωχίδην Αναξιάδου από τη Χίο που διέπρεψε στους γυμνικούς αγώνες, στο Διονυσιακό Θέατρο και στο Χορό των Παίδων:
«ἐπαινέσαι δὲ καὶ αὐτον Λεωχίδην
Ἀναξιάδου Χῖον καὶ στεφανῶσαι χρυσέωι στεφάνωι καὶ εἰκόσι
χαλκέαις δυσί· τὸν δὲ στέφανον ἀναγορευσαι τοῖς Σωτηρί(?)-
οις ἐν τῶι ἀγῶνι τῶι γυμνικῶι καὶ τοῖς Διονυσίοις ἐν τῶι θε-
άτρωι,
ἐπεί κα τῶν παίδων χ̣οροὶ μέλλωντι ἀγωνίζεσθαι, ὅτι
τοὶ Ἀμφικτίονες στεφανοῦντι»

Η επιγραφή είναι μεταξύ του 212 και 205 π.Χ.
Όλα τα αναφερόμενα μας δίδουν μια σαφή εικόνα της δικτύωσης του αμφικτιονικού πνεύματος σε όλο το γεωγραφικό χώρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
--


Ηράκλεια, Heraclea Lyncestis, Μοναστήρι, Μπίτολα, Битола


Ψηφιδωτό από τη Βασιλική της αρχαίας Ηράκλειας

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

"Ο βασιλιάς Φίλιππος της Μακεδονίας, έπειτα από νικηφόρες μάχες στα βορειοδυτικά του κράτους του, περί το 358 π.Χ. αφού κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Λύγκου, αποφάσισε να ιδρύσει πόλη, ως προπύργιο του μακεδονικού κράτους, που την ονόμασε Ηράκλεια, τιμώντας τη γενιά των Ηρακλειδών προγόνων του".


Ο Ηρόδοτος μας λέγει για την καταγωγή του βασιλικού γένους των Μακεδόνων από τον Τημενίδη του Άργους.




Φώτο: Αρχαιολογικές ανασκαφές έφεραν στο φως τα θερμά λουτρά της αρχαίας Ηράκλειας






«ἐξ Ἄργεος ἔφυγον ἐς Ἰλλυριοὺς τῶν Τημένου ἀπογόνων» (Ηρόδοτος, βιβλίον 0, 137).

Έτσι, η Ηράκλεια καθορίζεται ως αρχαιότατη ελληνική πόλη της μακεδονικής γης.
 Λίγους αιώνες μετά ο γεωγράφος Στράβων αναφερόμενος στη ρωμαϊκή Εγνατία Οδό την αναφέρει ως πόλη– σταθμό της αρχαίας οδού που ένωνε την Ανατολή με τη Δύση.

« ...ἐκεῖθεν δ΄ ἐστὶ παρὰ Βαρνοῦντα διὰ Ἡρακλείας καὶ Λυγκηστῶν καὶ Ἐορδῶν εἰς Ἔδεσσαν καὶ Πέλλαν μέχρι Θεσσαλονικείας» (Στράβωνος επτά β΄).

Με την κατάλυση του μακεδονικού κράτους από τους Ρωμαίους, η Ηράκλεια δεν έμεινε στην αφάνεια. Η δημιουργία της Εγνατίας Οδού και η διέλευσή της από την πόλη, της έδωσε ώθηση ώστε να αναπτυχθεί περισσότερο. Μετατράπηκε σε έναν σπουδαίο ρωμαϊκό σταθμό. Στην εποχή αυτή αναφέρονται τα εναπομείναντα ερείπια της αρχαίας πόλης, που βρίσκονται δύο χιλιόμετρα νότια της νεότερης πόλης Μοναστήρι ή Μπίτολα όπως την ονομάζουν οι σημερινοί κάτοικοι.

 











Φώτο: Η ρωμαϊκη Εγνατία Οδός περνούσε από την Ηράκλεια Λυγκηστίς


Στην τοποθεσία της αρχαία πόλης ανακαλύφθηκαν ρωμαϊκά θερμά λουτρά, αμφιθέατρο, πανέμορφα ψηφιδωτά πρωτο- χριστιανικής εποχής, πύλη εισόδου σε οδό κλπ.

Οι Ρωμαίοι για την ξεχωρίζουν από τις λοιπές πόλεις στην αυτοκρατορία τους, που είχαν την ίδια ονομασία, την έδωσαν την προσωνυμία Λυγκηστίς, που ήταν η ονομασία της ευρύτερης περιοχής. Έτσι έμεινε και γνωστή: Ηράκλεια Λυγκηστίς (Heraclea Lyncestis). Η προσωνυμία προέρχεται από το όνομα Λυγξ-γκός, που είναι ένα αιλουροειδές σαρκοφάγο ζώο καθώς και ένας αστερισμός στο βορρά, που σχηματίζει το κεφάλι του ζώου αυτού. Από τον αστερισμό κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται και η ονομασία της περιοχής - ως το βορειότερο μέρος της Μακεδονίας. Οι Λυγκησταί ήταν ένας ελεύθερος λαός που κυβερνιόταν από τους βασιλείς του, οι οποίοι ανήγαγαν την καταγωγή τους στο βασιλικό οίκο των Βακχιάδων της Κορίνθου.(A Geographical and Historical Description of Ancient Greece John Anthony Cramer, Oxford MDCCCXXVIII σελ. 193)


Η Ηράκλεια ήταν μια ακμαιότατη ελληνική πόλη του μακεδονικού βορρά. Ο Στέφανος Βυζάντιος ( 5ος-6ος μ.Χ.) την αναφέρει ως κτίσμα του Αμύντα του Φιλίππου και καθορίζει την ονομασία του κατοίκου. Λέει ακριβώς:


«Ἡράκλεια: Ἀμύντου τοῦ Φιλίππου κτίσμα.τό ἐθνικόν Ἡρακλεύς και Ἡρακλειώτης καί Ηρακλεώτης και Ἡράκλειον και Ἡρακλεωτικόν»


Ήδη στους χριστιανικούς αυτούς αιώνες παρουσιάζεται ως Επισκοπή της Πελαγονίας.

Αυτό μας γίνεται γνωστό από το 343 μ.Χ. με τα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Σαρδικής (σημερινής Σόφιας) όπου είχε λάβει μέρος ο επίσκοπος Ηρακλείας Λυγκηστής Ευάγριος. Επίσης από τη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου του 449 μας είναι γνωστός ο επίσκοπος Κουιντιλίνος.

Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα έχουμε μια μεγάλη καταστροφή της πόλης από τους Οστρογότθους και τους Βισιγότθους που υπό την αρχηγία του Θεοδόρικου την ρημάξανε.

Στα 518 μ.Χ. ένας φοβερός σεισμός κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η καταστροφή θα συμπληρωθεί στα τέλη του 6ου αιώνα και στις αρχές του 7ου όταν θα δεχτεί επιθέσεις από σλαβικά φύλα που κατέβηκαν από το Δούναβη.








Φώτο: Ανατύπωση από ρωμαϊκό χάρτη του 1ου μ.Χ.αιώνα, με κόκκινο κύκλο η πόλη Ηράκλεια








Η πόλη λεηλατήθηκε άγρια, αφού μας γίνεται γνωστό πως γύρω από την καταστραμμένη πόλη εγκαταστάθηκαν άγριες σλαβικές φυλές.

Κυρίαρχο σλαβικό φύλο αναφέρονται οι Δραγουβίτες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λυγκηστής (Πελαγονία).

Η Ηράκλεια όμως συνεχίζει να επιβιώνει μέσα στους αιώνες αφού σημειώνεται από τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) με άλλες μακεδονικές πόλεις.

Από τον αιώνα όμως αυτόν, παύει να αναφέρεται, όπως πολλές πόλεις στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Η εποχή ταυτίζεται με την εξάπλωση των Βουλγάρων στα βόρεια τμήματα της Μακεδονίας, όπου είχαν καταλάβει αρκετές πόλεις, εγκατέστησαν βουλγαρικές διοικήσεις και έκτοτε παύουν να υφίστανται. Ιστορικά και αρχαιολογικά είναι από τότε καταστραμμένες.

Στον ίδιο χώρο της Ηράκλειας, δηλαδή, δίπλα από τα συντρίμμια της πόλης, δημιουργήθηκε ο νέος συγκροτημένος οικισμός. Αυτός ξεκινά με τον εκχριστιανισμό των Σλάβων.
Η νέα πόλη που φθάνει μέχρι τις μέρες μας, κτίζεται δίπλα στα απομεινάρια της αρχαίας. Οι σλαβικές φυλές με την πάροδο του χρόνου, αρχίζουν να εκπολιτίζονται και βιώνουν ειρηνικά με τους ελληνικούς πληθυσμούς. Τα χρόνια περνούν και η παλιά πόλη χάνει την αξία και την ονομασία της.

 Η νέα έγινε γνωστή ως Μοναστήρι, λόγω των μοναστηριών που ιδρύθηκαν στην περιοχή.

Μας λέει ο Α. Αρβανίτης (Η Μακεδονία εικονογραφημένη, Αθήνα 1909) πως έλαβε την ονομασία από τη Μονή που βρισκόταν στη νέα πόλη.
«Ιδρυτής της Μονής υπήρξε ο Ιουστινιανός, κατ’άλλους όμως αυτός ο Όσιος Ναούμ, μαθητής του μεγάλου Κυρίλλου, ο διδάξας τα εκεί βάρβαρα έθνη και εν αυτή τελευτήσας.» (σελ.108).


Από την χριστιανική ονομασία της πόλης προέκυψε η σημερινή ονομασία Μπίτολα -Bitola (БИТОЛА), που προέρχεται από την παλιά σλαβική Obitel που θα πει Μοναστήρι.

Επί Οθωμανικής Κυριαρχίας το Μοναστήρι αποτελούσε Βιλαέτι (Περιφέρεια) με τρεις επαρχίες: Μοναστηρίου, Κορυτσάς και Σερβίων.

Σύμφωνα με απογραφή του πληθυσμού που δημοσιεύθηκε το 1908, στην επαρχία Μοναστηρίου καταγράφηκαν 70.000 ορθόδοξοι Έλληνες, 126.000 Σχισματικοί, 2990 Βλάχοι ρουμανίζοντες, 15.000, Σλάβοι σερβίζοντες, 80.000 Μουσουλμάνοι και 4.200 Εβραίοι. ( Σ.Α. Γυαλίστρα, Οι πληθυσμοί της Μακεδονίας προ του 1912, Αθήνα 1960).


Ο Μοναστηριώτης συγγραφέας αγωνιστής της Μακεδονίας Γιώργος Μόδης, σε διάλεξή του το 1962 με θέμα «Η Μακεδονία μας και η μακεδονική μειονότης» θα τονίσει:

«Το Μοναστήρι είχε ελληνικά σχολεία, πρωτού δημιουργηθούν τα βαλκανικά κράτη, τρεις Μοναστηριώτες φοιτηταί έπεσαν στην μάχη Βαφέ της Κρήτης το 1866, η Ελληνική Κοινότητα ίδρυσε το Νοσοκομείον «Ευαγγελισμός» ήδη το 1828 και το ανήγειρε εκ θεμελίων μεγαλοπρεπέστατον το 1900 με δαπάνην πολλών χιλιάδων λιρών των αδελφών Δημητρίου και διατηρούσε μέχρι το 1912 Γυμνάσιον, Παρθεναγωγείον, Διδασκαλείον, θερινόν και χειμερινόν Γυμναστήριον και άλλα 20 σχολεία, στεγασμένα όλα εις ιδιόκτητα κοινοτικά μέγαρα.
»Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είχε το μοναδικόν προνόμιον να εκδίδει «καϋμέδες» μικρά χαρτονομίσματα. Εις όλα όμως εκείνα τα σχολεία διδάσκεται σήμερα άλλη γλώσσα!..."

Κι ο περήφανος Μοναστηριώτης θα συμπληρώσει:


«Μέσα στο Μοναστήρι διεξήχθη τότε σκληρός ελληνοβουλγαρικός πόλεμος. Πολλαί δωδεκάδες έβαψαν με το αίμα των τα καλντερίμια του. Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια υπερίσχυσαν. Ήτα το ζωηρότερο εθνικό προπύργιο, το οποίο περιέβαλλε με θερμήν στοργήν και θαυμασμό όλος ο Ελληνισμός. Είχε και Έλληνα Βουλευτήν στη Τουρκική Βουλή, τον Τραϊανό Νάλη και εις τας δύο περιόδους.»


Άλλοι γνωστοί Έλληνες που διέπρεψαν στο Μοναστήρι ήταν οι αδελφοί Μανάκια. Ο Γιαννάκης και ο Μίλτος από τον οικισμό Αβδέλλα των Γρεβενών.
 Ήταν φωτογράφοι και οι πρώτοι κινηματογραφιστές των Βαλκανίων.
 Άνοιξαν φωτογραφείο στα Γιάννενα αλλά έφυγαν για το Μοναστήρι στα 1904.
Τα δύο αδέλφια αργότερα θα χωρίσουν λόγω πολιτικών ιδεολογιών.
O πρώτος θα εγκατασταθεί στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη όπου και θα πεθάνει πολλά χρόνια αργότερα άσημος και ο δεύτερος θα παραμείνει στο Μοναστήρι μέχρι το τέλος της ζωής του (1954) .

Σήμερα οι Σλάβοι του Μοναστηρίου, θεωρούν το Μίλτο ως ‘Μακεδόνα’ και τιμούν με ετήσιες γιορτές κινηματογράφου τη μνήμη του.






Κωνσταντίνος Λάσκαρης– 15ος αιώνας, ο κομιστής ελληνικών ιδεών στη Δύση

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ- ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ- ΒΕΝΕΤΙΑ 1512

ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΤΙΝΩΝ ΑΝΑΓΚΑΙΩΝ ΣΥΝΤΕΘΕΙΣΑ ΠΑΡΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΛΑΣΚΑΡΕΩΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Περί διαιρέσεως των γραμμάτων Βιβλίον πρώτον.

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Ένας από τους μαθητές του σπουδαίου λόγιου του Βυζαντίου Ιωάννη Αργυρόπουλου ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης.
Η ευρωπαϊκή διανόηση τον συμπεριλαμβάνει στους Ιταλούς αναγεννησιακούς λογίους του 15ου αιώνα. Η εξήγηση που δίνεται σε αυτό είναι πως το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής του το ανάλωσε στην Ιταλική Χερσόνησο.

Η παρουσία του στην Ιταλία χαρακτηρίζεται ως αφετηρία των διανοητών στην προσέγγιση τους με την ελληνική γλώσσα. Έδωσε, δηλαδή, τη δυνατότητα στους Ουμανιστές να εντρυφήσουν στα πρωτότυπα αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά και ιστορικά κείμενα και να ανακατευθύνουν τις τάσεις της εποχής.
Ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης γεννήθηκε το 1434, στην Κωνσταντινούπολη. Καταγόταν από επιφανή βυζαντινή οικογένεια, η οποία είχε αναδείξει στη διάρκεια του 13ου αιώνα αυτοκράτορες στο Βασίλειο της Νίκαιας ( Μικρά Ασία). Μάλιστα ο πρόγονός του, Θεόδωρος Λάσκαρης, ήταν ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, ενώ ο τρίτος αυτοκράτορας ήταν ο Θεόδωρος ο Β’ Λάσκαρης, που ήταν μάλιστα συγγραφέας και ποιητής. Προσπάθησε μάλιστα ο τελευταίος να αναδείξει τη Νίκαια, ως κέντρο των γραμμάτων και της επιστήμης.
Σε νεαρή ηλικία ο Κ. Λάσκαρης έζησε τη φρίκη της άλωσης της Πόλης από τους Οθωμανούς.
Γράφει σχετικά ο Τζ. Σάντυς: «Ήταν δεκαεννιά χρονών όταν φυλακίστηκε από τους Τούρκους στην πτώση της γενέτειράς του». («Ιστορία των κλασσικών Λογίων» έκδοση Καίμπριτζ 1908 στην αγγλική γλώσσα).
Είχε εγκλειστεί με χιλιάδες άλλους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης που επέζησαν των σφαγών σε χώρο αιχμαλώτων.


















ΦΩΤΟ: "ΠΕΡΙ ΟΝΟΜΑΤΟΣ"



Όταν απελευθερώθηκε εγκατέλειψε την Πόλη και πήγε στην Κέρκυρα η οποία βρισκόταν υπό βενετική κατοχή. Παρέμεινε εκεί επτά χρόνια. Στο διάστημα της παραμονής του, είχε ακούσει πως στη Ρόδο είχαν σωθεί χειρόγραφα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και επισκέφθηκε για αυτό το λόγο το νησί. Πράγματι κατάφερε να αποκτήσει μερικά χειρόγραφα τα οποία πήρε μαζί του.
Αυτή ήταν και η περιουσία του όταν εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο, λίγα χρόνια αργότερα. Αντέγραψε πολλά από τα χειρόγραφα και τα διέθεσε σε ανθρώπους του πνεύματος. Διακατέχονταν από την πεποίθηση πως η δυτική διανόηση έπρεπε να βασιστεί στις ιδέες των αρχαιοελληνικών κειμένων και αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας.
Ενστερνιζόμενος τις απόψεις του ο Δούκας του Μιλάνου Φραντζέσκο Σφόρτσα τον διόρισε δάσκαλο της ελληνικής στη θυγατέρα του Ιππόλυτα.
Τα χρόνια αυτά ο Κ. Λάσκαρης δημοσίευσε την Ελληνική Γραμματική σε οκτώ τόμους. Ήταν ένα πολύ σοβαρό έργο που εκδόθηκε ολοκληρωτικά στην ελληνική γλώσσα και άνοιξε ο δρόμος της διδασκαλίας των ελληνικών στην Ιταλία. Στο Μιλάνο παρέμεινε από το 1460 έως το 1465.
Κλήθηκε από τον καρδινάλιο Βησαρίωνα τον Τραπεζούντιο στη Ρώμη για να διδάξει την ελληνική γραμματική, όπου το ενδιαφέρον των ρωμαίων διανοουμένων είχε αναζωπυρωθεί. Καθώς αντιλαμβάνονταν τη σπουδαιότητα της ανάγνωσης και μελέτης των αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο για κάθε μελετητή αλλά και κάθε νέο διανοητή, συντόνισε τις διδασκαλικές δραστηριότητες του προς την κατεύθυνση αυτήν.
Δημιουργήθηκε, έτσι, ένας κύκλος διανοουμένων γύρω από το Λάσκαρη. Μάλιστα ο Φερδινάλδος ο Α΄ της Νάπολης τον κάλεσε να παραδώσει μια σειρά διαλέξεων για την πνευματική Ελλάδα.
Ένα τυχαίο περιστατικό, λέγεται, πως τον έκανε να πάει στη Μεσσήνη της Σικελίας, όπου εκεί παρέμεινε για τα, τουλάχιστον, τριάντα χρόνια της υπόλοιπης ζωής του. Ασχολήθηκε με την αντιγραφή των αρχαίων ελληνικών χειρογράφων, αναδημοσίευσε μάλιστα τη «Γραμματική» του. Ένας γνωστός μαθητής του ήταν ο καρδινάλιος και συγγραφέας Πιέτρο Μπέμπο.








ΦΩΤΟ: "Η ΚΛΙΣΗ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ", ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΒΕΝΕΤΙΑ 1512











Την εποχή εκείνη άρχισε να εδραιώνεται η τυπογραφία ενώ η αντιγραφή των κειμένων έπεσε σε υποδεέστερη μοίρα. Έτσι η πηγή αυτή των εσόδων του άρχισε να ατονεί ραγδαία. Πέθανε πάμφτωχος στη Μεσσήνη αν και μέχρι το θάνατό του δε σταμάτησε τη δημόσια διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Η συλλογή περί τα εβδομήντα χειρόγραφα του, κληροδοτήθηκαν στη Σύγκλητο της Μεσσήνης. Η συλλογή αυτή δύο αιώνες μετά θα εμπλουτίσει τη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης (1769), όπου μεταφέρθηκαν τα χειρόγραφά του μαζί με μερικές επιστολές του, που παραχωρήθηκαν από τον Ιριάρτε (J. Iriarte), γνωστές ως ελληνικοί κώδικες (Greaci Codices).
Η προσφορά του Κωνσταντίνου Λάσκαρη με τη συνεχή παραγωγή αντιγράφων των έργων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και τη διάθεσή τους στη διανόηση της Δύσης καθώς και το πολύτιμο έργο της ‘γραμματικής’ του, γαλούχησαν γενεές γενεών δίνοντας μια ισχυρή ώθηση στην άνθιση του Ευρωπαϊκού Αναγεννησιακού Ανθρωπισμού.

‘ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΛΙΝΔΟΥ’: Δώρα Μακεδόνων στη Θαυματουργό Αθηνά.




Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Θαυματουργές δεν είναι, όπως φαίνεται, μόνον οι αγίες της χριστιανικής θρησκείας. Έχουμε από ‘πρώτο χέρι’ μαρτυρία –αρχαία επιγραφή δηλαδή- που, καθώς καταγράφει μια θαυματουργή παρέμβαση της θεάς Αθηνάς, επιβεβαιώνει συγχρόνως, ένα συστατικό της μεσογειακής ψυχοσύνθεσης. Η προσήλωσή του ανθρώπου στην υπέρβαση της πραγματικότητας.
Η πίστη στην θεϊκή εύνοια, στην έξωθεν υπερφυσική παρέμβαση για την σωτηρία του.
Τα χρόνια εκείνα οι Έλληνες έκαναν επίκληση στην Αθηνά, όπως σήμερα κάνουμε στο όνομα της Παναγίας.
Αναφερόμαστε στο «Χρονολόγιο». Πρόκειται για μια πλούσια επιγραφική μαρτυρία του 99 π.Χ. της πανάρχαιας πόλης Λίνδου, που βρισκότανε στο νησί της Ρόδου. Βρίσκουμε την παρουσία της στα χρόνια του Ομήρου. Λατρευόταν, τότε, «η Αθηνά η Λινδία». Ήταν η θεά προστάτις της Ακρόπολης της πόλης, μαζί με τον Δία που ήταν πολιούχος της Λίνδου, γράφει επακριβώς η επιγραφή:

«Ἀθάναι Πολιάδι καὶ Διὶ Πολιεῖ εὐχάν».

Η επιγραφή είναι στη δωρική διάλεκτο, δηλαδή η Αθηνά γράφεται Αθανά, ο στρατηγός γράφεται στραταγός κλπ.
Η θαυματουργή ‘Αθηνά της Λίνδου’ ήταν ξακουστή σε όλον τον τότε ελληνικό κόσμο.
Μας είναι γνωστοί δωρητές από τη Μεγάλη Ελλάδα, τη Μακεδονία, την Ήπειρο, την Αίγυπτο κλπ.
Πριν όμως αναφερθούμε στους δωρητές, όπου τα τάματα ήταν πανάκριβα για την εποχή τους, θα εξιστορήσουμε το θαύμα που έγινε για τη σωτηρία της πόλης της Λίνδου, στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.

Το θαύμα

Το ιστορικό αρχίζει με την απόφαση των Περσών να κυριεύσουν την Ελλάδα. Χωρίς να επιζητώ να κουράσω τον αναγνώστη θα σημειώσω την πρώτη σειρά της δωρικής επιγραφής:
«Δαρείου τοῦ Περσᾶν βασιλέως ἐπὶ καταδουλώσει
τᾶς Ἑλλάδος ἐκπέμψαντος μεγάλας δυνάμεις
ὁ ναυτικὸς αὐτοῦ στόλος ταύται ποτεπέλασε
πράτα<ι> τᾶν νάσων»

δηλαδή,
Όταν ο βασιλιάς της Περσίας ο Δαρείος έστειλε μεγάλες δυνάμεις
για να κυριεύσει την Ελλάδα, η πρώτη επιδρομή του ναυτικού του στόλου ήταν στο νησί.»
Οι κάτοικοι τρόμαξαν πολύ από την απόβαση του περσικού στόλου και κατέφυγαν πανικόβλητοι σε οχυρωματικές θέσεις του νησιού
.
Η επιγραφή μας πληροφορεί πως η πλειονότητα των κατοίκων της Ρόδου, συγκεντρώθηκε στην οχυρωμένη πόλη της Λίνδου. «συνφυγόντων μὲν ἐς πάντα τὰ ὀχυρώματα, τῶν πλείστων δὲ ἐς Λίνδον ἀθροισθέντων».
Η Ακρόπολη βρισκόταν σε ιδιαίτερο ύψωμα. Σήμερα όπου έχουν ανακαλυφθεί τα αρχαία κτίσματα της Λίνδου, μπορούμε να έχουμε όλη την εικόνα της εποχής. Ήταν χτισμένη σε ένα υψηλό βραχώδες άκρο, νοτιοανατολικά του νησιού. Είναι το μόνο απομονωμένο σημείο που παρέχει κυκλική οχύρωση με μια εξαιρετική οπτική δυνατότητα του πελάγους.
Παρόλα αυτά, είχε ένα μειονέκτημα, όπως οι περισσότερες ακροπόλεις. Η ανυπαρξία φυσικού ύδατος. Κυρίως αποταμίευαν το βρόχινο νερό σε δεξαμενές και σε περιόδους ξηρασίας το μετέφεραν από τον απέναντι ορεινό όγκο.
Όταν οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη γνώριζαν οι Λίνδιοι πως το αδύνατο σημείο τους ήταν η περιορισμένη ποσότητα του νερού.
Γράφει επακριβώς το αρχαίο χρονολόγιο:
«διὰ τὰν σπάνιν τοῦ ὕδα-
τος τοὶ Λίνδιοι θλιβόμενοι διενοεῦντο
παραδιδόμειν τοῖς ἐναντίοις τὰν πόλιν»

δηλαδή,
«για την έλλειψη του ύδατος στεναχωρημένοι αναρωτιόντουσαν οι Λίνδιοι αν έπρεπε να παραδώσουν την πόλη στους επιτιθέμενους»
Τότε λέει, ένας από τους άρχοντες της πόλης είδε στο όνειρό του έναν θεό που του είπε να απευθυνθεί στο Δία να στείλει σύννεφα με βροχή.
Είναι αυτό που λέμε «ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται». Ο θεός δεν ήταν άλλος από την Αθηνά.
Ο άρχοντας αυτός ανήγγειλε το όνειρο στο λαό λέγοντας πως εμφανίστηκε η Αθηνά στο όνειρό του και ότι αυτή θα τους βοηθούσε.
Τότε:
« οἱ δὲ ἐξετάξαντες,
ὅτι εἰς πέντε ἁμέρας μό[νο]ν ἔχοντι διαρ-
κεῦν»

δηλαδή,
‘ τότε μέτρησαν την ποσότητα του νερού και είδαν πως μόνον για πέντε ημέρες είχαν ακόμη’

Παρακάλεσαν τότε την Αθηνά να πείσει το Δία να τους βοηθήσει για να μην πέσει η πόλη στους βαρβάρους.
Όταν τα άκουσε όλα αυτά ο Δάτις, που ήταν ναύαρχος του Δαρείου, έσκασε στα γέλια (Δᾶτις μὲν ἀκούσας ἐγέλασε).
Την επόμενη ημέρα- εν μέσω καλοκαιριού- μαύρισε ο ουρανός και τεράστια σύννεφα μετεωρίζονταν πάνω από την Ακρόπολη. Και τότε άρχισε μια ατέλειωτη καταρρακτώδη βροχή πάνω από τη Λίνδο (πολλοῦ καταραγέν[τ]ος ὄμβρου). Το παράξενο δεν ήταν τόσο η καταιγίδα που γέμισε τους αποταμιευτήρες της Ακρόπολης, όσο το ότι έβρεχε μόνον μέσα στην πόλη και κάτι στάλες έπεσαν στις περσικές δυνάμεις (παραδόξως τοὶ μὲν πολιορκεύμενοι δαψιλὲς ἔσχον ὕδωρ, ἁ δὲ Περσικὰ δύναμις ἐσπάνιζε).
Το γεγονός αυτό κατέπληξε τον Πέρση ναύαρχο που διαπίστωσε ότι η θεά Αθηνά προστάτευε την πόλη των Λινδίων. Για να έχει την εύνοια της Θεάς δώρισε στο ναό τα εμβλήματα και στολίδια που φορούσε καθώς την πολεμική άμαξά του.
Αναφέρεται επακριβώς στην επιγραφή:
«ἀνα[θ]έ[μ]ειν τόν τε φαρεὸν καὶ σ[τ]ρε-
[πτ]ὸν καὶ ψέλια, ποτὶ δὲ τούτοις τιάραν τε
καὶ ἀκινάκαν, ἔτι δὲ ἁρμάμαξαν»
Αναφέρεται μάλιστα πως η άμαξα του Δάτιδος μέχρι πρόσφατα υπήρχε στο ναό αλλά η πυρκαγιά που έγινε «ἐπὶ τοῦ ἰερέως τοῦ Ἁλίου Εὐκλεῦς τοῦ Ἀστυανακτίδα ἐμπυρισθέντος τοῦ ναοῦ κατεκαύσθη μετὰ τῶν πλείστων ἀναθεμάτων».
Ο Πέρσης ναύαρχος μάλιστα, έλυσε την πολιορκία γιατί θεώρησε πως οι κάτοικοι της Λίνδου προστατεύονταν από τους Θεούς. Ζήτησε μάλιστα από του Λίνδιους να τον θεωρούν φίλο τους
« αὐτὸς
δ[ὲ] ὁ Δᾶτις ἀνέζευξε ἐπὶ τὰς προκειμέ-
[ν]ας πράξεις φιλίαν ποτὶ τοὺς πολιορ-
[κ]ηθέντας συνθέμενος”


Ποιοι άλλοι έγραψαν για το θαύμα της Αθηνάς

Η επιγραφή μας υπενθυμίζει πως το ιστορικό αυτό το σημειώνουν αρκετοί συγγραφείς όπως :

Ο Εὔδημος ‘ἐν τῶι Λινδιακῶι, Ἐργίας’
Ο Πολύζαλος στις ιστορίες του
Ο Ἰερώνυμος «ἐν τῶι ... τῶν Ἡλιακῶν»
Ο Μύρων στο έργο του «τοῦ Ῥόδου ἐγκωμίου»
Ο Τιμόκριτος στις «χρονικᾶς συντάξιος»
Ο Ἰέρων στο έργο του «περὶ Ῥόδου»
Ο Ξεναγόρας στις «χρονικᾶς συντάξιος τὰν μὲν ἐπιφάνειαν γεγόνειν»
Ο Μαρδόνιος ο οποίος εστάλη από το Δάτι γράφει στα «περ[ὶ] τᾶς ἐπιφανείας
καὶ ο Ἀριστίων στις «χρονικᾶς συντάξιος».
Φώτο: Τα ερείπια της αρχαίας Λίνδου στο νησί της Ρόδου, όπως είναι σήμερα.

Τα Αναθήματα των Βασιλέων

Στην επιγραφή αναγράφονται 43 ονόματα επιφανών βασιλέων που έχουν προσφέρει αναθήματα στο ναό της Αθηνάς.
Μεταξύ αυτών είναι ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο βασιλεύς Φίλιππος, ο βασιλεύς Πύρρος, ο βασιλεύς Πτολεμαίος της Αιγύπτου και πολλοί άλλοι.
Ο Φίλιππος μετά από τις νίκες του κατά των Δαρδάνων και και των Μαιδών έστειλε αναθήματα στο ναό της Αθηνάς στη Λίνδο, δέκα σάρισσες, δέκα πέλτες και δέκα περικεφαλαίες, όπου έγραφαν επάνω τα εξής:

«ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΝΙΚΑΣΑΣ ΔΑΡΔΑΝΙΟΥΣ ΚΑΙ ΜΑΙΔΟΥΣ ΑΘΑΝΑ ΛΙΝΔΙΑΙ»

Ενώ ο Αλέξανδρος όταν νίκησε το Δαρείο και έγινε κύριος της Μικράς Ασίας όπως είχε προβλέψει ο ιερέας του ναού της Αθηνάς της Λινδίας, έστειλε (ομοίωμα) του Βουκεφάλα καθώς και όπλα στα οποία αναγράφονταν:
«ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΧΑΙ ΚΡΑΤΗΣΑΣ ΔΑΡΕΙΟΝ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΣ ΓΕΝΟΜΕΝΟΣ ΤΑΣ ΑΣΙΑΣ ΕΘΥΣΕ ΤΑΙ ΑΘΑΝΑΙ ΤΑΙ ΛΙΝΔΙΑΙ ΚΑΤΑ ΜΑΝΤΕΙΑΝ ΕΠ’ ΙΕΡΕΩΣ ΘΕΥΓΕΝΕΥΣ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΚΡΑΤΕΥΣ»
Η Αθηνά της Λίνδου λατρευόταν όχι μόνον από τους Έλληνες αλλά και από άλλους λαούς που προσπαθούσαν να έχουν την έυνοιά της. Εκτός από τον προαναφερόμενο Δάτι και ο Αρταφέρνης πρόσφερε αναθήματα «Ἀρταφέρνης ὁ στ]ραταγὸς τοῦ Περσᾶν βασιλέως
[Δαρείου»
Καθώς και Πτολεμαίος της Αιγύπτου που έστειλε «προμετωπίδια βοῶν εἴ-
Κοσι» όπου σε αυτά ήταν χαραγμένα τα εξής: · "βασιλεὺς Πτολεμαῖος
ἔθυσε Ἀθά[ν]αι Λινδίαι ἐπ’ ἰερέως Ἀθ[α]νᾶ τοῦ Ἀθανα-
γόρα".
Πολύ παλαιότερα, στα χρόνια του Ηροδότου, όπως γράφει η επιγραφή ανάθημα έστειλε και ο Αιγύπτιος βασιλεύς Άμασις:
«Ἄμασις Αἰγυπτίων βασιλεὺς θώ[ρακ]α λίνεον»
Η πυκνογραμμένη αυτή επιγραφή χαράχθηκε για να μην λησμονηθούν όλα τα αναθήματα του ναού που μετά από αλλεπάλληλες πυρκαγιές οι γραφές τους είχαν μισοσβηστεί.
Ο χαράκτης δικαιολογεί την αναγραφή των επιγραφομένων ως εξής:
«συμβαίνει δὲ τῶν ἀνα[θεμάτων τὰ ἀρχαιότατα μετὰ τᾶν ἐ]πιγραφᾶν διὰ τὸν χρόνον ἐφθάρθαι»
Δηλαδή,
"Παρατηρείται στα αρχαία αναθήματα με την πάροδο του χρόνου οι επιγραφές να φθείρονται".

----


ΠΑΙΟΝΙΑ: «εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου»

'ιστορική προσέγγιση' Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος




Η επιγραφή του 'Διόνυσου του Παιονικού'. Βρέθηκε στην περιοχή του Κιλκίς


Μια επιγραφή που βρέθηκε στην περιοχή Τίκβες του κράτους των Σκοπίων και δημοσιεύθηκε πριν από μια εικοσαετία περίπου, αναφέρεται στον βασιλιά των Παιόνων Δροπίωνα το γιο του Λέοντος.
Η επιγραφή αυτή έχει ως εξής:
«ΔΡΟΠΙΟΝΑ ΛΕΟΝΤΟΣ Π(ΑΤΕΡΑ?)
ΚΑΙ ΜΩΑΝΤΑ
ΒΑΣΙΛΕΑ ΠΑΙΟΝΩΝ
ΤΩΝ Π- ΑΠΕΤΗ»
Η γραφή της επιγραφής, που ήταν στην ελληνική, δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα την ιστορική κοινότητα. Εκείνο, όμως, που ανέτρεπε δεδομένα ήταν η αναφορά της στο βασιλιά της Παιονίας Δροπίωνα! Ο Δροπίων βασίλευσε περί το 279 π.Χ., και αναφέρεται από τον Παυσανία. Έστησε, μάλιστα, στους Δελφούς, όπως αναφέρει, ως τιμητικό ανάθεμα, μια χάλκινη κεφαλή βίσωνος. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον Παυσανία οι βίσωνες της περιοχής ήταν ιδιαίτερα δασείς (μαλλιαροί) στο στήθος και στη γενειάδα. (Παυσ. Θ, 21.)
Εντυπωσίασε, λοιπόν, το γεγονός της παρουσίας των Παιόνων στη μετααλεξανδρινή εποχή με ελληνική γραφή και ελληνικά ονόματα. Μέχρι τότε πιστεύονταν πως επρόκειτο για ένα βόρειο και άγριο λαό, σχεδόν βάρβαρο. Ήταν γνωστά, βέβαια, τα βασιλικά ονόματα των Παιόνων αλλά δεν γνωρίζαμε τίποτε σχετικά με τη γλώσσα και τη γραφή του λαού αυτού.
Οι μαρτυρίες του Ηροδότου, του Στράβωνα, του Παυσανία ή ακόμη και του Θουκυδίδη, δεν ήταν πολύ κολακευτικές για τον λαό αυτόν.
Όταν όμως ανακαλύφθηκε το έτος 1877, στην Ολυμπία, το βάθρο ενός ανδριάντα στο οποίο υπήρχε ανάγλυφη επιγραφή που έγραφε πως είχε στηθεί από το Κοινό των Παιόνων προς τιμή του βασιλιά Δροπίωνα, τότε διασαφηνίστηκε πλήρως πως επρόκειτο για ένα αρχαίο ελληνικό φύλο.
Η επιγραφή της Ολυμπίας:
“[Δρω]πίωνα Λέοντος
[βα]σιλέα Παιόνων
[κ]αὶ κτίστην τὸ κοινὸν
τῶν Παιόνων ἀνέθηκε
ἀρετῆς ἕνεκεν
καὶ εὐνοίας τῆς ἐς αὐτούς”
Επιβεβαιώθηκε έτσι πως οι Παίονες συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες στους οποίους έπαιρναν μέρος μόνον Έλληνες.
Η ιστορική ενασχόληση περί Μακεδονίας τον τελευταίο μισό αιώνα, είχε βάλει στο περιθώριο την έρευνα αυτού του αρχέγονου και σκληροτράχηλου ελληνικού φύλου.
Νέα διάσταση έδωσε μια άλλη επιγραφή που βρέθηκε το 1961, στο χωριό Κεντρικό του Κιλκίς (αρχαία Κρηστωνία). Η επιγραφή αυτή που είναι ανάγλυφη σε βάθρο και είναι διπλής όψης έχει ως εξής:
«ΔΙΟΝΥΣΟΝ ΠΑΙΟΝΙΚΟΝ ΙΕΡΗΤΕΥΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΑΝΕΘΗΚΕΝ»
Και στην άλλη όψη αναγράφονται τα εξής:
«ΔΑΡΕΑΣ ΣΩΠΑΤΡΟΥ ΔΙΟΝΥ
ΣΩ ΠΑΙΟΝΙΚΩ ΙΕΡΗΤΕΥΩΝ
ΑΝΕΘΗΚΕΝ ΜΕΤΑ ΝΙΚΑΝΟΡΟΣ
[ΤΟΥ] ΥΙΟΥ ΕΚ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ»


Μέσα από τη θρησκευτική αυτή διάσταση της επιγραφής, όπου λατρεύεται ο Διόνυσος ο Παιονικός, στην πάλαι ποτε Κρηστωνία, αναφαίνεται η λαλούσα γλώσσα, των απλών κατοίκων Παιόνων της περιοχής. Στη συγκεκριμένη επιγραφή έχουμε τα ονόματα κατοίκων που είναι: Δαρέας, Σώπατρος και Νικάνωρ. Κοινά ελληνικά ονόματα.
Τον 5ο αιώνα π.Χ., με την επέκταση των Μακεδόνων, το κράτος των Παιόνων είχε συρρικνωθεί βορειότερα της λίμνης Δοϊράνης.


Ιστορική διαδρομή
Πολλές αναφορές γίνονται στην Ιλιάδα του Ομήρου για τους Παίονες και την ηρωϊκή συμπεριφορά τους.
Στον πόλεμο της Τροίας βρίσκονταν με το πλευρό των Τρώων. Πρωτεύουσά τους, τότε, ήταν η Αμυδώνα που βρισκόταν στις όχθες του Αξιού ποταμού. Αρχηγός τους ήταν ο Πυραίχμης. (όνομα που προέρχεται από: πυρ & αιχμή).


φωτο: Παιονικό Νόμισμα "ΠΑΤΡΑΟΣ"


Αναφέρει σχετικά ο Όμηρος:
"Αὐτὰρ Πυραίχμης ἄγε Παίονας ἀγκυλοτόξους
τηλόθεν ἐξ Ἀμυδῶνος ἀπ᾽ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος,
Ἀξιοῦ οὗ κάλλιστον ὕδωρ ἐπικίδναται αἶαν"
(Ιλιάς β’ 850)


δηλαδή,

"Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν
μακρόθεν, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι
το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα."

Στη διάρκεια των ομηρικών χρόνων οι Παίονες είχαν ένα δυνατό και μεγάλο κράτος. Η Παιονία συνόρευε με τη Δαρδανία και τους Αρδιαίους Θράκες, είχε υπό την κατοχή της όλες τις περιοχές περί τον Αξιό ποταμό, περί το Στρυμόνα και έφθανε μέχρι το Παγγαίο όρος.
Αναφέρει ο Στράβων:
«Ὅτι καὶ πάλαι καὶ νῦν οἱ Παίονες φαίνονται πολλὴν τῆς νῦν Μακεδονίας κατεσχηκότες, ὡς καὶ Πέρινθον πολιορκῆσαι, καὶ Κρηστωνίαν καὶ Μυγδονίδα πᾶσαν καὶ τὴν Ἀγριάνων μέχρι Παγγαίου ὑπ' αὐτοῖς γενέσθαι». (Γεωγραφικών ζ΄)
Ο ίδιος συγγραφέας μας δηλώνει πως μερικοί λέγουν πως οι Παίονες ήρθαν στην περιοχή ως άποικοι των Φρυγών, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ήταν αρχηγοί αυτών. Αυτές, όμως, είναι εικασίες που δεν μπορούν να θεμελιώσουν κάτι το ιδιαίτερο. Η Παιονία είχε επεκταθεί μέχρι την Πιερία και την Πελαγονία όπου η τελευταία ονομαζόταν παλαιότερα Ορεστία. Μας πληροφορεί μάλιστα πως ο Αστεροπαίος που καταγότανε από την Παιονία και πολέμησε στην Τροία, ήταν γιος του Πελαγόνου και οι Παίονες ονομάζονταν, επίσης, Πελαγόνες. Υπήρχε δηλαδή ταύτιση της Πελαγονίας με την Παιονία.
Γράφει ο Στράβων στο ίδιο βιβλίο:
«Τοὺς δὲ Παίονας οἱ μὲν ἀποίκους Φρυγῶν, οἱ δ' ἀρχηγέτας ἀποφαίνουσι, καὶ τὴν Παιονίαν μέχρι Πελαγονίας καὶ Πιερίας ἐκτετάσθαι φασί· καλεῖσθαι δὲ πρότερον Ὀρεστίαν τὴν Πελαγονίαν, τὸν δὲ Ἀστεροπαῖον, ἕνα τῶν ἐκ Παιονίας στρατευσάντων ἐπ' Ἴλιον ἡγεμόνων, οὐκ ἀπεικότως υἱὸν λέγεσθαι Πηλεγόνος, καὶ αὐτοὺς τοὺς Παίονας καλεῖσθαι Πελαγόνας.»
Χαρακτηριστική είναι η απάντηση του ομηρικού Αστεροπαίου στον Αχιλλέα για τη χώρα του. Ο Όμηρος την χαρακτηρίζει απομακρυσμένη και τον Παίονα ήρωα ως γιο του Πηλεγόνος.
« Πηλεΐδη μεγάθυμε τί ἦ γενεὴν ἐρεείνεις;
εἴμ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλου τηλόθ᾽ ἐούσης
Παίονας ἄνδρας ἄγων δολιχεγχέας·
ἥδε δέ μοι νῦν
ἠὼς ἑνδεκάτη ὅτε Ἴλιον εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐμοὶ γενεὴ ἐξ Ἀξιοῦ εὐρὺ ῥέοντος
Ἀξιοῦ, ὃς κάλλιστον ὕδωρ ἐπὶ γαῖαν ἵησιν,
ὃς τέκε Πηλεγόνα κλυτὸν ἔγχεϊ· τὸν δ᾽ ἐμέ φασι
γείνασθαι· νῦν αὖτε μαχώμεθα φαίδιμ᾽ Ἀχιλλεῦ»
(ραψωδία Φ 153)

Μετάφραση :

«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,
«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν
είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη
και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων.
Η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,
κατάγομαι απ’ τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι,
το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,
περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.
Και τώρ’ ας πολεμήσωμε, λαμπρότατε Πηλείδη.».









Φώτο: Παιονικό Νόμισμα "ΑΥΔΟΛΕΩΝ"
(ο έχων αυδή-φωνή λέοντος)









Πιο κάτω θα αναφέρει ο Όμηρος και γι’ άλλους Παίονες.

Έτσι έχουμε τα παιονικά ονόματα: Θερσίλοχος, Μύδωνας, Θράσιος, Αστύπυλος, Αίνιος, Μνήσος, Οφελέστης.
Συγκεκριμένα:
«ἔνθ᾽ ἕλε Θερσίλοχόν τε Μύδωνά τε Αστύπυλόν τε
Μνῆσόν τε Θρασίον τε καὶ Αἵνιον ἠδ’ Ὁφελέστην·»
(ραψωδία Φ,200)
Δηλαδή,
«έστρωσ’ εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίον
και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην»

Ενώ σε ένα άλλο σημείο της Ιλιάδας έχουμε το όνομα του Απισάονος που ήταν γιος του Ιππασίδη:

"καὶ ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ,
καὶ βάλεν Ἱππασίδην Ἀπισάονα ποιμένα λαῶν
ἧπαρ ὑπὸ πραπίδων, εἶθαρ δ᾽ ὑπὸ γούνατ᾽ ἔλυσεν,
ὅς ῥ᾽ ἐκ Παιονίης ἐριβώλακος εἰληλούθει, 350
καὶ δὲ μετ᾽ Ἀστεροπαῖον ἀριστεύεσκε μάχεσθαι."
Ὁμήρου Ἰλιὰς Ρ 343

δηλαδή,
"και ακόντισε την λόγχην
στο συκώτι του Απισάονος, μεγάλου πολεμάρχου,
του Ιππασίδη, και νεκρόν τον κύλησε στο χώμα.
Από την μεγαλόστηλην είχ’ έλθει Παιονίαν
μαχητής πρώτος, δεύτερος απ’ τον Αστεροπαίον."
(σε μετάφραση :Ι. Πολυλά)

Την εποχή του Στράβωνα ως κυρίως Παιονία χαρακτηρίζεται η περιοχή της αμφαξίτιδας, του άνω ρου, του Αξιού ποταμού. Γράφει στα γεωγραφικά του:
«Παίονες δὲ τὰ περὶ τὸν Ἀξιὸν ποταμὸν καὶ τὴν καλουμένην διὰ τοῦτο Ἀμφαξῖτιν» Έτσι βλέπουμε πως είχαν αποκοπεί από τα παράλια και είχαν συγκεντρωθεί στις πηγές του Στρυμώνα και Αξιού ποταμού.

Ο αρχηγέτης των Παιόνων και τα παιονικά φύλα
Ο Παυσανίας μας δίνει μια διάσταση για την ονομασία των Παιόνων. Διηγείται ο Παυσανίας (Βιβλίο V –Ἠλιακών Α’):
« Ο Αέθλιος, που ήταν γιος του Δία, και η Πρωτογένεια, που ήταν κόρη του Δευκαλίωνα, έκαναν ένα γιο τον Ενδυμίωνα. Αυτόν τον αγάπησε η Σελήνη. Και από τη θεά αυτή απέκτησε τρεις γιους και μια κόρη. Τον Παίονα, τον Επειό και τον Αιτωλό και κόρη την Ευρυκύδα.
Ο Ενδυμίωνας προκήρυξε αγώνα δρόμου στην Ολυμπία μεταξύ των γιων του για το βασιλικό θρόνο και νίκησε ο Επειός. Ο Παίονας στεναχωρημένος από την ήττα, έφυγε όσο μπορούσε πιο μακριά και από αυτόν πήρε το όνομα Παιονία η περιοχή που βρίσκονταν πέρα από τον Αξιό ποταμό.»
Η αναφορά του Ομήρου για τους Παίονες και το ιππικό τους στα χρόνια του Τρωϊκού πολέμου, μας παρέχει την εικόνα ενός αρχέγονου λαού που είχε εδραιώσει στα βόρεια ένα ισχυρό και μεγάλο κράτος.
Πότε άρχισε να συρρικνώνεται παραδίδοντας εδάφη στους αρχαίους Θράκες δεν μας είναι γνωστό. Κατάλοιπα όμως του μεγάλου κράτους των Παιόνων βρίσκουμε σε πολλές περιοχές.
Έτσι, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, έχουμε διασκορπισμένες παιονικές φυλές στο γενικότερο ιστορικό χώρο της χερσονήσου: τους Σιροπαίονες, Γρααίους, Λαιαίους, Παιόπλες, Παναίους και άλλες μικρότερες γύρω από την Πρασιάδα λίμνη. Γνωστές παιονικές πόλεις είναι η αναφερόμενη από τον Όμηρο Αμυδώνα, καθώς η Άστιβος (σημερινή σκοπιανή πόλη Στιπ), η Δόβηρος (που αναφέρεται στην εκστρατεία του Σιτάλκη), γύρω στη λίμνη Δοϊράνη, το Αστραίον (σημερινή σκοπιανή Στρώμνιτσα) και οι Στόβοι.

Γνωστοί Παίονες βασιλείς:
Πυραίχμης (στον τρωϊκό πόλεμο)
Άγις, ήταν σύγχρονος του Φίλιππου της Μακεδονίας
Λύκκειος, περί τα 359 340 π. Χ.
Πατράος, περί τα 340 315 π. Χ.
Αυδολέων, γιος του Πατράου, περί τα 315 286 π. Χ.
Αρίστων, γιος και διάδοχος του Αυδολέοντος.
Δροπίων, περί τα 279 π.Χ.

Πολλές ιστορικές αναφορές έχουμε στη διάρκεια των μακεδονικών χρόνων όπου οι Παίονες βρίσκονταν σε συνεχή αντιπαλότητα με το αναπτυσσόμενο μακεδονικό κράτος. Μετά το θάνατο το Μ. Αλεξάνδρου ακολούθησαν εκ νέου μια ελεύθερη ιστορική πορεία.
Εν κατακλείδι σημειώνουμε πως η ισχυρή παρουσία των Παιόνων διήρκησε πάνω από χίλια χρόνια και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις ελληνικές ιστορικές περιόδους.

Μάξιμος ο Έλλην- Maksim Grek -Максим Грек -16ος αιώνας

Ο Αναγεννησιακός άγιος της ρωσικής εκκλησίας

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος


Το κοσμικό όνομά του ήταν Μιχαήλ Τρίβολης.Γεννήθηκε στην κατακτημένη από τους Οθωμανούς Ελλάδα, το 1475. Γενέθλια πόλη του, η Άρτα.
Είναι μια σημαντική προσωπικότητα του 16ου αιώνα, ειδικά στην χριστιανική Ρωσία, όπου μετέφερε το αναγεννησιακό πνεύμα της Δύσης, μέσα από τη συνολική στάση της ζωής του.Είναι γνωστός ως Μακσίμ Γκρέκ ( στα ρωσικά: Максим Грек ή Михаил Триволис), υπέγραφε, μάλιστα, τα χειρόγραφά τους και ως «Μάξιμος ὁ Ἁγιορήτης».
Το ενδιαφέρον που έδειχνε από πολύ νεαρή ηλικία για γνώση της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας, των εκκλησιαστικών κειμένων καθώς και της κλασικής ελληνικής φιλοσοφίας τον ώθησε να μεταβεί στην Ιταλία για σπουδές. Μόλις είχε μπει τότε στα δεκαεπτά.

Καταγόταν από εύπορη οικογένεια και η απόφασή του αυτή ενισχύθηκε από τους γονείς του. Τα χρόνια αυτά όλη σχεδόν η ελληνική χερσόνησος βρισκόταν υπό της Οθωμανικής κυριαρχίας. Είχαν περάσει, περίπου, πενήντα χρόνια που η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους Τούρκους.
Επικρατούσε παντού πνευματικό σκοτάδι. Άλλωστε, όλοι οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, που κατάφεραν να επιβιώσουν κατέφυγαν σε πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, όπου βίωνε την εποχή αυτή η ελπιδοφόρα για την ανθρωπότητα Αναγέννηση.
Ο νεαρός Μιχαήλ Τρίβολης πήγε στη Βενετία, όπου εκεί βρήκε μια ακμαία ελληνική παροικία. Πάνω από πέντε χιλιάδες Έλληνες βρίσκονταν τότε εκεί.
Γνωρίστηκε με τον ξακουστό τυπογράφο της εποχής Άλντο Μανούτιο, όπου είχε εκδόσει δεκάδες ελληνικά βιβλία μεταφρασμένα στη φιλολογική γλώσσα της εποχής που ήταν τα λατινικά.
Η γνωριμία που του έδωσε δύναμη στις πνευματικές αναζητήσεις του ήταν ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης, ο γνωστός Κωνσταντινοπολίτης λόγιος και γραμματικός που αφιέρωσε τη ζωή του στη μετάδοση της ελληνικής γνώσης στη Δύση. Επί αρκετά χρόνια παρακολούθησε τα μαθήματά του.
Εκείνος όμως που τον ενέπνευσε και τον συγκίνησε περισσότερο ήταν ο Γκιρόλαμο Σαβοναρόλα (Girolamo Sabonarola). Οι φλογεροί λόγοι του δομινικανού ιερωμένου που ήθελε να μετασχηματίσει και να εξανθρωπίσει το απόλυτο της παπικής θρησκευτικής κυριαρχίας, τον συγκλόνισαν κυριολεκτικά. Οι λόγοι του, θα τον καθοδηγούσαν σε όλη του τη ζωή.
Αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή. Το 1507, σε ηλικία τριάντα δύο ετών, γύρισε στην σκλαβωμένη Ελλάδα, με σκοπό να πάει στο Άγιο Όρος. Πράγματι από αυτό το έτος φέρεται ως ενταγμένος στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους με το μοναστικό όνομα «Μάξιμος».
Αφιερώθηκε στη δημιουργία αντιγράφων αρχαίων κειμένων και αμέσως από την επιμονή και την εργατικότητά του ξεχώρισε από το σύνολο των μοναχών.
Ο Μάξιμος ούτε εκεί ήταν γραφτό να παραμείνει. Το 1515 ο Ρώσος Μέγας Πρίγκηπας της Μόσχας, Βασίλειος το Γ’ ζήτησε από τον ηγούμενο να του στείλει κάποιο μοναχό, ονόματι Σάββα, που είχε ξαναπάει παλαιότερα, και είχε κάνει μεταφράσεις εκκλησιαστικών ψαλμών. Ο Βασίλειoς ο Γ’ της Μόσχας ήταν γιος της Σοφίας Παλαιολόγου και του Ιβάν του Γ΄ του Βασιλίγιεβιτς. Ήταν, δηλαδή, γνώστης των πάλαι ποτε βυζαντινών πραγμάτων.Τα χρόνια όμως είχανε περάσει και ο μοναχός Σάββας ήταν πολύ μεγάλος για τέτοια ταξίδια. Ο ηγούμενος αποφάσισε να στείλει τον καλύτερο και νεότερο μοναχό που θα έδινε λάμψη στη Μονή. Τον Μάξιμο!
Αν και δεν ήξερε λέξη από τη σλαβική εκκλησιαστική γλώσσα, ο ηγούμενος ήξερε πως έστελνε στη Μόσχα έναν άξιο εκπρόσωπο.
Και δεν είχε άδικο…
Ο Μάξιμος στη ρωσική πρωτεύουσα βρήκε την αναγνώριση που αναζητούσε.
Εξοικειώθηκε γρήγορα με την κυριλλική γραφή και τα ρωσικά εκκλησιαστικά κείμενα. Με τη βοήθεια Ρώσων μεταφραστών αλλά και επαγγελματιών αντιγραφέων παρουσίασε την πρώτη εργασία του που ήταν η μετάφραση του «Ψαλτήρος». Η γνωριμία του με το λόγιο Δμίτρι Γερασίμοφ (Dmitry Gerasimov), στάθηκε ως δούρειος ίππος για να εισχωρήσει στο Ρωσικό Ιερατείο αλλά και στο χώρο των πολιτικών αποφάσεων.
Όταν οι μεταφραστικές εργασίες έφθασαν στο πέρας τους αποφάσισε να γυρίσει στο Άγιο Όρος. Τότε συνάντησε την αντίθεση του Βασίλειου του Γ’ στην επιθυμία του αυτή. Ο Ρώσος τσάρος αντιλήφθηκε αμέσως τη ευεργετική παρουσία του Μάξιμου στο ρωσικό ιερατείο και τον έπεισε να παραμείνει.

Κατέκρινε τη μοσχοβίτικη ζωή
Ο αγιορείτης εκτός από τις μεταφραστικές εργασίες του οργάνωσε και την πριγκηπική βιβλιοθήκη και δημιούργησε την πρώτη αρχειοθετημένη συλλογή.
Υπερβαίνοντας τελείως τις μεταφραστικές ασχολίες του, όπως ήταν ανήσυχος και αφού είχε εγκλιματισθεί στο ρωσικό περιβάλλον, άρχισε να κάνει αρνητική κριτική στη «μοσχοβίτικη ζωή» η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τη χριστιανική ιδεολογία. Με διάφορες παρεμβάσεις του άρχισε να δειγματίζει και να κατακρίνει την ανοχή των αρχών στην έκλυση των ηθών και στην κοινωνική βαρβαρότητα. Με το δημόσιο λόγο του, που αντιτίθετο στη μοσχοβίτικη καθημερινότητα, άρχισε να τον ακολουθεί ένα κοινωνικό ρεύμα που διακατέχονταν από την ίδια λογική. Μαζί του εμφανίστηκαν και διπλωμάτες όπως ο Ιβάν Βέρσεν-Βεκλέμισεφ, ο οποίος αργότερα εκτελέστηκε για την κριτική του προς τον Μεγάλο Πρίγκηπα της Μόσχας και ο Βάσσιαν Πατρικέγιεφ που ήθελε να εφαρμόσει τους εκκλησιαστικούς κανόνες που υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη πριν την άλωση. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας μεγάλος αναβρασμός στη Ρωσία για την κατάσταση που κυριαρχούσε στο ιερατείο σε όλη τη χώρα. Οι Ρώσοι κληρικοί είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα. Το ένα ήταν του Νείλου του Σόρα (μοναχός που ίδρυσε μονή κοντά στο ποταμό Σόρα ) και της μονής Στάρτσι (ένα από τα παλαιότερα ορθόδοξα μοναστήρια, στα ρωσικά: стáрец) και το άλλο των πιστών του Ιωσήφ Βολότσκι( Иосиф Волоцкий) που οι οπαδοί του λεγόντουσαν Ιωσηφιανιστές.
Ο Μάξιμος, ως ιδεολόγος, πήρε το μέρος των πρώτων που ακολουθούσαν το δόγμα της μηδενικής περιουσίας των μοναστηριών και της προσήλωσής τους στα εκκλησιαστικά καθήκοντα σε αντίθεση με τους δεύτερους που ζητούσαν περισσότερη εγκόσμια παρουσία καθώς και δικαιώματα των μοναστηριών στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας.
Ο Μάξιμος και οι οπαδοί του καταδίκαζαν ανοικτά τις πολιτικές που έρχονταν από το εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό κάνοντας κριτική στον τρόπο ζωής των Ρώσων κληρικών, την καταπίεση των αγροτών και στο σύστημα υποστήριξης των τοπικών αρχών με τη λογική άκρατης φορολόγησης των ανθρώπων της υπαίθρου.
Γύρω στα 1540 ο Μάξιμος έγραψε ένα χειρόγραφο που περιέχει την πρώτη βασική παρουσία της παλιάς Ρωσίας και πως θα έπρεπε να εξελιχθεί μέσα στον υπάρχοντα Νέο Κόσμο. Ήταν ένα καθαρά αναγεννησιακό έργο, που έδινε διεξόδους και προοπτικές στο ρωσικό λαό.

Έπεσε σε δυσμένεια
Οι σχέσεις του Μάξιμου με τον Βάσιαν Πατρικέγιεφ, τον Ιβάν Μπερσέν-Μπεκλεμισεφ και και με τον Τούρκο πρεσβευτή Σκίντερ, καθώς και η διαμάχη του με τον μητροπολίτη της Μόσχας Ντάνιελ που έδωσε διαζύγιο στη σύζυγό του Βασίλειου το Γ’ , Σολωμονία Σαμπούροβα, διαγράψανε το πεπρωμένο του.
Η Σόμπορ (Sobor), η ανατολική, δηλαδή, σύνοδος της ορθόδοξης εκκλησίας που χρησιμοποιεί τη σλαβική γλώσσα σε όλα τα ιερά κείμενα, κατηγόρησε τον Μάξιμο το 1525, για παραποίηση και για δημιουργία αίρεσης μέσα από τις μεταφράσεις των εκκλησιαστικών κειμένων του, που προέκυψε κυρίως από τη μέτρια γνώση της ρωσικής γλώσσας των αντιγραφέων του.
Οι εχθροί του που κρατούσαν τώρα τα ηνία της εξουσίας τον εξόρισαν στο μοναστήρι του Ιωσήφ Βολοκολάμσκ. Τον έκλεισαν, μάλιστα, σε μπουντρούμι με ρητή εντολή απομόνωσης και απαγόρευσης οποιασδήποτε επικοινωνίας.
Έξι χρόνια μετά, σε μία νέα Σόμπορ (σύνοδο) τον κατηγόρησαν πάλι για τις σχέσεις του με τον Τούρκο Πρεσβευτή, αν και αυτός είχε, πια, πεθάνει. Ο Μάξιμος, από τη συνεχή πίεση, αναγκάστηκε να παραδεχτεί μερικά λάθη, στις μεταφράσεις των έργων του, που έγιναν, όπως του είπαν να δηλώσει, λόγω ...οινοποσίας.

Έτσι εξορίστηκε στο Μοναστήρι Ότροχ στην περιοχή Τβέρ κοντά στον ποταμό Βόλγα. Εκεί παρέμεινε τα υπόλοιπα είκοσι έτη της ζωής του.

Παρά τη διαμεσολάβηση των Πατριαρχείων της Αντιόχειας, της Κωνσταντινούπολης και της Ιερουσαλήμ για την απελευθέρωση του οι ρωσικές αρχές απέρριπταν οποιαδήποτε παρέμβαση. Δεν συνηγορούσαν άλλωστε, ούτε ο Ιβάν ο Τρομερός, ούτε ο Μητροπολίτης Μόσχας Μακάριος, γιατί γνώριζαν την ικανότητα του Μάξιμου να αναστρέφει τις καταστάσεις, ειδικά όταν οι κατηγορίες εναντίον του ήταν τόσο πλαστές και αναληθείς.
Χαρακτηριστική είναι, εξάλλου, η δήλωση Μάξιμου προς τον Τσάρο που ήρθε να προσκυνήσει στο μοναστήρι του Κύριλλου— Μπελοζέρκσυ, παρατώντας τους σκοτωμένους στρατιώτες του, άταφους, στην πεδιάδα.
«Καλές είναι», του είπε, «οι προσευχές, καλύτερη όμως είναι η φροντίδα των νεκρών στρατιωτών που έπεσαν στην μάχη για την κατάκτηση του Καζάν."
Ο Μάξιμος ο Έλλην ή Μακσίμ Γκρέκ, ήταν ένας ιδεολόγος, ανθρωπιστής που με το παράδειγμά του δίδαξε ήθος και αγνότητα στις νέες γενεές των Ρώσων.
Πέθανε το 1556 στη μονή της Τρόϊτσε– Σεργίγιεβα Λάβρα.
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ανατολική Καθολική Εκκλησία τον ανακήρυξαν Άγιο.Εορτάζεται στις 21 Ιανουαρίου.