Στόβοι: η αρχαία πόλη της Παιονίας (Stobi)


Στόβοι: η πόλη της Παιονίας -μια σύντομη αναφορά

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Στόβος ή στόμφος είναι λέξεις ελληνικές και χρησιμοποιούνταν και στην μακεδονική, ελληνική φυσικά, διάλεκτο. Στη νότια Ελλάδα ήταν σε χρήση η λέξη στόμφος, είχε το νόημα της λοιδορίας, της βρισιάς, των παραφουσκωμένων λόγων και προέρχεται από το ρήμα στοβέω-ώ.
Στη Μακεδονία χρησιμοποιούνταν στην κυριολεκτική της έννοια, του γεμάτου στόματος, του φουσκωμένου. Έτσι, τουλάχιστον, μας τη δίνει ο Μακεδών Λυκόφρων που ήταν ιαμβολόγος (έγραφε ιάμβους) στην αυλή του Πτολεμαίου Β΄του Φιλάδελφου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, περί το 290 π.Χ.- ο Πτολεμαίος ο Β΄ ήταν γιος του Σωτήρα, στρατηγού του Αλεξάνδρου, ιδρυτού του ελληνο-αιγυπτιακού βασιλείου).
Αν αναλογιστούμε, λοιπόν, ότι η αρχαία πόλη που βρίσκονταν, βήματα σχεδόν, από το σημείο όπου ο Εριγώνας ποταμός έπεφτε με ορμή μέσα στον Αξιό ποταμό, καθώς ήταν φουσκωμένος και ο ένας ποταμός και ο άλλος, τότε θα εννοήσουμε γιατί ο οικισμός που κτίστηκε δίπλα σε αυτό το σημείο πήρε το όνομα ‘Στόβοι’.Η ύπαρξη του οικισμού επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά, τουλάχιστον από τον 6ο αιώνα π.Χ. Ως μεγάλη πόλη υπάρχει από τον 3ο αιώνα π.Χ. Αναφέρεται από τον Λίβιο (Titus Livius ) το 197 π.Χ. στην εξόρμηση του Φίλιππου του Ε΄ κατά των Δαρδάνων.
Ο οικισμός αυτός των ελληνιστικών χρόνων αναπτύχθηκε στο έπακρο, ενάμισι με δύο αιώνες μετά, επί ρωμαϊκής κυριαρχίας. Πήρε τη μορφή της μεγάλης πόλης. Ειδικά για αυτήν υπήρχε παράδρομος της Εγνατίας Οδού, όπου από τη Θεσσαλονίκη έφτανε μέχρι τους Στόβους. Στα ρωμαϊκά χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε, αφού εγκαταστάθηκαν σε αυτήν Ρωμαίοι έμποροι καθώς και Ιουδαίοι, όπως και στο Άστραιον (σημερινή Στρώμνιτσα).
Οι Στόβοι, που βρίσκονταν στη πάλαι ποτε Παιονία, είχαν τα χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης ελληνικής πόλης της μακεδονικής γης, όπως ακριβώς και η Ηράκλεια (Μοναστήρι).
Ο πολιτισμός της διαφαίνεται, εκτός των άλλων, και από τα ερείπια που ανακαλύφθηκαν τα οποία της προσδίδουν το μεγαλείο μιας χαμένης αρχαίας εποχής. Ναοί, λουτρά, μαρμάρινο θέατρο, κοιμητήριο, μαρμαρόστρωτοι οδοί κλπ.Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πόλης αυτής ήταν και είναι, αυτό που ξαφνιάζει τους ‘ειδικούς’: η κυριαρχία της ελληνικής γλώσσας ή καλύτερα η μοναδικότητά της.
Ακόμη και τα λατινικά ονόματα των ρωμαίων κατοίκων αναγράφονται με ελληνικά γράμματα. Ελληνικά στο αρχαίο νεκροταφείο, ελληνικά στους ναούς, ελληνικά στο μαρμάρινο θέατρο. Ακόμη και στην ιουδαϊκή συναγωγή του 3ου αιώνα μ.Χ, η επιγραφή του «Κλαύδιου Τιβέριου Πολύχαρμου, που ήταν γνωστός και ως Αχύριος, πατέρας της Συναγωγής των Στοβίων» μας ενημερώνει για την ανέγερσή της και είναι 32 γραμμών είναι και αυτή στα ελληνικά των ελληνιστικών χρόνων.

Φωτο: το αρχαίο Θέατρο των Στόβων με τις κατανεμημένες θέσεις.


Στο προαύλιο του θεάτρου βρέθηκε ναός αφιερωμένος στη Νέμεση, επίσης από τις πολλές επιγραφές και τα αγάλματα πληροφορούμαστε πως λατρεύονταν στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια η Υγεία, ο Τελεσφόρος, η Αρτέμιδα η Λοχεία, ο Απόλλων ο Κλάριος, ο Ζευς, ο Διόνυσος και η Ήρα.
Οι Στόβοι είχαν μια συνεχή ελληνοπρέπεια. Στον οικιστικό τομέα αλλά και στον πολιτιστικό.
Δύο αιώνες περίπου μετά, στα μέσα του πέμπτου προς έκτο, κάνει την παρουσία του μια μεγάλη διάνοια του βορειοελλαδικού χώρου που λέγεται Ιωάννης ο Στοβαίος.
Γράφει στο βιβλίο του ο Θεόκλητος Μπαμπούρης:
«Ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος ἦταν γραμματικός, καταγόταν ἀπὸ τοὺς Στόβους τῆς Μακεδονίας καὶ ἔζησε κατὰ τὸν 5ο μ.Χ αι. Ἄγνωστος ἐν πολλοίς, ἔμεινε στὴν ἱστορία γιὰ τὸ ἔργον του «ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ». Δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἐράνισμα γνωμῶν, ἀλλὰ μία πραγματικὴ κιβωτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Σκέψεως. Τὸ ἀπόσταγμα τῆς σοφίας 204 φιλοσόφων καὶ ἱστορικῶν, 150 ποιητῶν καὶ 120 ρητόρων μέσα σ’ ἕνα χρονικὸ πλαίσιο δώδεκα αἰώνων χωρισμένο σὲ κεφάλαια ἀνάλογα μὲ τὸ ἠθικό τους περιεχόμενο εἶναι ἀνεκτιμήτου ἀξίας.»


Ότι έχουμε μάθει, παραδείγματος χάριν για τον Ερμή τον τρισμέγιστο το έχουμε μάθει από το Ιωάννη το Στοβαίο. Μέσα από ένα σύνολο 500 αποσπασμάτων, από έργα που έχουν χαθεί, μας γίνονται γνωστές οι σκέψεις, οι απόψεις, ποιητών, φιλοσόφων, ρητόρων, συγγραφέων. Το ‘Ανθολόγιο’ μεταφέρθηκε στη Δύση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1536. Από τότε ακολούθησαν πολλές άλλες σε πολλά κράτη της Ευρώπης. Αποτέλεσε την πυξίδα που έδειξε το δρόμο του διαφωτισμού.
Οι ανασκαφές στους Στόβους άρχισαν από τους Σέρβους το 1924 και συνεχίστηκαν μέχρι το 1936. Τα ευρήματα ήταν πάρα πολλά. Ολόκληρα κτίρια, ελληνικές επιγραφές (που αποκρύβονται από το σκοπιανό καθεστώς), μεγάλοι ναοί καθώς και το ξεχωριστό θέατρο. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1971-72 με πρωτοβουλία του πανεπιστημίου του Τέξας που εδρεύει στο Ώστιν. ( δες σχετικά με αμερικανική πρωτοβουλία εδώ)
Τα ευρήματα ήταν πάρα πολλά. Βγήκε στο προσκήνιο όλη η αρχαία πόλη, η οποία εγκαταλείφθηκε εσπευσμένα λόγω εισβολής βάρβαρων σλαβικών φυλών του 6ου ή 7ου αιώνα.
Στο αρχαίο θέατρο των Στόβων που είναι του 2ου αιώνα μ.Χ., πραγματοποιούνται, σήμερα, από τους σκοπιανούς εκδηλώσεις τη θερινή περίοδο, όπως και σε αυτό της αρχαίας Ηράκλειας.
Οι κερκίδες του θεάτρου των Στόβων είναι χαραγμένες με ονόματα ελληνικά και ρωμαϊκά με ελληνική γραφή για να διαχωρίζονται οι θέσεις. Η μέθοδος αυτή ήταν ακολουθητέα σε όλα τα ελληνικά θέατρα της αρχαιότητας. Εκείνο το οποίο εντυπωσιάζει είναι πως πολλές θέσεις είναι χαραγμένες ονόματα πέντε ρωμαϊκών φυλών. Αυτό δίνει την ιδέα πως το θέατρο χρησιμοποιούνταν ως πολιτικό πεδίο.
Οι χαμηλές κερκίδες είχαν 18 σειρές και χωρητικότητα 3.038 θεατών και οι υψηλές 17 με χωρητικότητα 4.637 θεατών. Αντιλαμβάνεται κανείς τον κόσμο που συγκεντρώνονταν εκεί για να ψυχαγωγηθεί.




φωτο : το αρχαίο βαπτιστήριο της Βασιλικής







Στο δέκατο-δωδέκατο αιώνα, αναφέρεται πως στη γύρω περιοχή κατοικούν σλαβικές φυλές. Απόγονοι των οποίων, μάλλον, είναι οι σημερινοί σκοπιανοί της περιοχής.
Οι Στόβοι απέχουν 160 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη.



φωτο: Από την επισκοπική Βασιλική στην πόλη Στόβους "υπέρ ευχής'.











Οι Βούλγαροι, τώρα, διεκδικούν τους προγόνους των ...Τρώων

Φωτο: Η χιλιοτραγουδισμένη Τροία σε ζωγραφική αναπαράσταση, όπως ήταν πριν από 3.500 χρόνια!

Με τους σκοπιανούς νεκραναστήθηκαν και οι ...Βούλγαροι


Την ιστορική δόξα δεν την ζήλεψαν μονο οι Σκοπιανοί, που αυτοαποκαλούνται 'Μακεδόνες', τώρα έχουμε και τους Βουλγάρους που βγαίνουν ως πρόγονοι των ...Τρώων.
Ο πανάρχαιος πολιτισμός του Βορειοανατολικού Αιγαίου έχει μπει στο ...μάτι του κυκλώνα. Τον διεκδικούν όλοι. Οι Τούρκοι, ενισχυόμενοι από τους Γερμανούς τον αποδίδουν στους Χετταίους. Τον πάνε, δηλαδή, στα ανατολικά.
Δεν είναι άσχετη η φράση: 'εδώ είναι Βαλκάνια'!...

Οι Έλληνες, λέμε, από Όμηρο(πάππου) προς πάππου, ότι ο περί την αρχαιότατη Τροία, πολιτισμός, αναπτύχθηκε στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, αλλά και στις μικρασιατικές και μακεδονικές ακτές. Και τώρα έρχονται και οι Βούλγαροι να υποστηρίξουν ότι όλα ξεκίνησαν πολύ βορειότερα, στα δικά τους μέρη και, απλώς, οι φορείς αυτού του πολιτισμού κατέβηκαν από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας νοτιότερα, προς το Αιγαίο.
Η αρχαιολογία, τείνει, να χαντακώσει την Ιστορία...
Όλα ξεκίνησαν όταν σε ανασκαφές στο Μομτσίλγκραντ της Βουλγαρίας, 60 χιλιόμετρα βορειότερα από το Αιγαίο, ο Γιαβόρ Μπογιατζίεφ, επικεφαλής βουλγαρικής ανασκαφικής ομάδας, έφερε στο φως κεραμική όμοια με αυτή που έχει αποκαλυφθεί στην Τροία, στη Λήμνο, στη Λέσβο κ.λπ.
Ο οικισμός της Χαλκολιθικής Εποχής που αποκαλύφθηκε στο Μομτσίλγκραντ χρονολογείται, λέει, στο δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ. και ο κ. Μπογιατζίεφ άρχισε να υποστηρίζει ότι οι κάτοικοι του οικισμού που ανασκάπτει είναι πρόγονοι των κατοίκων της Τροίας, του Πριάμου, του Έκτορα, του Πάρη, της Εκάβης και της Κασσάνδρας.
Μάλιστα, επεκτείνει έτι περαιτέρω τη θεωρία του, υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι του Μομτσίλγκραντ είχαν δεχθεί επίθεση απ' τα βορειοανατολικά και τράπηκαν σε φυγή υποχωρώντας προς τα νοτιοδυτικά, προς το Αιγαίο.
Τα σπουδαιότερα από τα ευρήματα οι Βούλγαροι αρχαιολόγοι, που θα ολοκληρώσουν την έρευνα στα τέλη Αυγούστου, θα τα εκθέσουν σε μουσείο στο Κίρτζαλι της Βουλγαρίας.
Στο μεταξύ, εντυπωσιακά ευρήματα έρχονται και από άλλα μέρη των Βαλκανίων, όπως είναι η Κροατία. Στην πόλη Βίνκοβτσι, ο αρχαιολόγος Χιργόγε Βούλιτς έφερε στο φως περισσότερους από 100 τάφους που χρονολογούνται μεταξύ 5ου και 1ου αιώνα π.Χ.
Εκεί που απλώνεται η ρωμαϊκή νεκρόπολη, υπήρχε η πρόθεση να κατασκευαστεί εμπορικό κέντρο, πολυκατοικία και εμπορικά γραφεία, αλλά μάλλον όσοι σκόπευαν σε μία τέτοια επένδυση έκαναν λάθος επιλογή τόπου.
Τέλος, στην περιοχή Κρουν, της επαρχίας Καζαλνάκ της κεντρικής Βουλγαρίας, ήλθε στο φως προϊστορικό ιερό (περί το 2000 π.Χ.).

Η αποκάλυψη του ινδικού θεού Σκάνδα



Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος


Ερευνητές και μελετητές που ασχολούνται με την καταγωγή των αρχέγονων θεοτήτων της ινδικής χερσονήσου, εντρυφώντας στους μύθους, στις παραδόσεις και στα ινδικά αρχαία κείμενα, συγκλίνουν, τελικά, στην ιδιαίτερη σχέση της ινδικής με την ελληνική θεογονία.
Οι ερευνητές, αν και αποδέχονται όλη την υφή των μύθων που χάνονται στο απώτατο παρελθόν, ωστόσο, δε διστάζουν να συσχετίσουν τους ινδικούς με τους ελληνικούς μύθους διερευνώντας τη σχέση μεταξύ τους, αρχίζοντας από την ιστορική περίοδο. Ένα χρονικό διάστημα, πολύ νεότερο, κατά το οποίο είναι αδιαμφισβήτητη η ποικιλότροπη σχέση μεταξύ του τότε ελληνικού κόσμου και της Ινδίας.
Αν και μέσα στις πηγές τους –οι οποίες αναφέρονται παρακάτω- συμπεριλαμβάνονται ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και ο Στράβων- ωστόσο δεν ενσωματώνουν στις αναφορές τους για τις προσβάσεις των Ελλήνων στην Ινδία στο απώτατο παρελθόν.
Ειδικά για το θέμα αυτό τονίζει ο γεωγράφος Στράβων:

«Μεγασθένης τῷ λόγῳ τούτῳ κελεύων ἀπιστεῖν ταῖς ἀρχαίαις περὶ Ἰνδῶν ἱστορίαις· οὔτε γὰρ παρ΄ Ἰνδῶν ἔξω σταλῆναί ποτε στρατιάν͵ οὔτ΄ ἐπελθεῖν ἔξωθεν καὶ κρατῆσαι πλὴν τῆς μεθ΄ Ἡρακλέους καὶ Διονύσου καὶ τῆς νῦν μετὰ Μακεδόνων.»
(Στράβων 15.1.6)
Δηλαδή,

«Για το λόγο αυτό ο Μεγασθένης πρόσταξε να μην γίνονται πιστευτές οι αρχαίες ιστορίες σχετικά με τις Ινδίες. Γιατί ποτέ δεν εστάλη από τους Ινδούς έξω από τη χώρα τους στρατός, ούτε ποτέ εκστράτευσαν για να κυριεύσουν κάποια χώρα, εκτός από την εποχή που μαζί με τον Ηρακλή και το Διόνυσο έκαναν κάτι τέτοιο, όπως και τώρα με τους Μακεδόνες.»

Φώτο: Ο Χάρτης του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Σε μεγέθυνση η νήσος Ταπροβάνη και το ακρωτήρι που αναφέρεται.(κλικ για μεγέθυνση)

Ο Μεγασθένης, που αναφέρει ο γεωγράφος της αρχαιότητας, ήταν περί το 300 π.Χ., πρεσβευτής του Σέλευκου του Α΄ στην Τσανδραγούπτα Μαουρία, στο Βασίλειο τότε της Μαουρίας της Ινδίας και ο οποίος αναφέρει το θεό των Ινδών Σίβα, ως Διόνυσο. Ταυτίζει, δηλαδή, τον Ινδό θεό με τον Ελληνικό.
Δηλώνει, μάλιστα, την παρουσία του Ηρακλή αλλά και του Διόνυσου ως κυρίαρχους στην χώρα αυτήν στο μακρινό προϊστορικό παρελθόν, πολλούς αιώνες πριν την κατάκτηση από τους Μακεδόνες.
Άγνωστο γιατί, οι δύο αναφερόμενοι μυθικοί ήρωες του απώτατου ελληνικού παρελθόντος, δεν αναφέρονται καθόλου από τους μελετητές της ινδικής θεογονίας. Ίσως η δημιουργία αυτού του κενού να δημιουργείται λόγω της μή πρόσβασής τους στα πρωτότυπα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Φώτο: Ακέφαλο άγαλμα του Διόνυσου με δορά πάνθηρα και ράβδο με φίδι. Βρέθηκε στην περιοχή της Κρηστωνίας (Κεντρική Μακεδονία), στο χώρο του Παλατιανού Κιλκίς.

Οι παράλληλοι μύθοι Διόνυσου και ο Σκάνδα
Ο Πατρίκ Χάριγκαν (Patrick Harrigan) στη μελέτη του «Η παράλληλη μυστηριώδης λατρεία του Διόνυσου και του Καταραγκάμα», που δημοσιεύθηκε στο έντυπο του «Ινστιτούτου Ασιατικών Μελετών» (‘The Journal of the Institute of Asian Studies’) αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Οι μύθοι του Διόνυσου και του ινδικού Σκάνδα-Μουρουκάν παρουσιάζουν έναν θεματικό παραλληλισμό για τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκαν.
Ο Σκάνδα γεννήθηκε στην οροσειρά των Ιμαλαΐων και μετανάστευσε στη Νότια Ινδία και στη Σρί Λάνκα, όπου, σαφώς, συνδέθηκε με το Νότο – στην Ινδική Κοσμογραφία, ο Νότος, ως όρος, είναι συνδυασμένος με το βασίλειο του Χάους και του Θανάτου, όπου βασίλευε ο Γιάμα, ο Κυρίαρχος του Θανάτου.»
Συνεχίζει, συσχετίζοντας τη γέννηση του Διόνυσου με αυτήν, του Ινδού θεού Σκάνδα:
«Στην ελληνική μυθολογία ο Διόνυσος γεννήθηκε από το μηρό του πατέρα του και παραδόθηκε στις δώδεκα νύμφες ή στα πνεύματα των υδάτων, τις Υάδες, οι οποίες τον ανέθρεψαν. Προς ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις φροντίδες τους ο Ζευς τις έκανε αιώνιες ανεβάζοντάς τες ψηλά στον ουρανό, όπου επτά από αυτές λαμπυρίζουν αιώνια, σχηματίζοντας τις Πλειάδες.
»Έτσι και ο Σκάνδα, γεννήθηκε απευθείας από το θεό Σίβα, κι όταν κατέβηκε στη γη τον βρήκαν μέσα σε μια άγρια λίμνη, έξι υδάτινα πνεύματα, οι παρθένες Κρίττικα, οι οποίες τον ανέθρεψαν και αργότερα τιμήθηκαν για τις φροντίδες τους αυτές, με αιωνιότητα στον ουρανό ως αστερισμός, που δεν είναι άλλος από τις Πλειάδες. Γι’ αυτό το λόγο ο Σκάνδα, όπως επίσης και οι παρθένες Καρττικέγα, είναι ομογάλακτοι των Πλειάδων.»
Παρατηρούμε, έτσι, ένα κοινό μύθο, με την μόνη διαφορά αυτή των ονομάτων. Το ζητούμενο είναι ποιός πήρε τον μύθο από ποιόν.
Παρακάτω, ο Χάριγκαν, παραθέτει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Walter. F. Otto (σελ. 63, ο τίτλος του βιβλίου παρατίθεται στις ‘αναφορές’):
«Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να αναζητούν στην Άπω Ανατολή και στο Νότο για την πατρίδα του Διόνυσου, έψαχναν για ορισμένες τοποθεσίες που είχαν το όνομα Νύσα, ως τόπο γέννησής του, στην Ινδία».
Ο Otto προφανώς αναφέρεται στο ‘νότο’ εκλαμβάνοντας τις πληροφορίες του από τον Ηρόδοτο, όπως θα δούμε πιο κάτω, αλλά θεωρεί, ατεκμηρίωτα, πως η γέννηση του Έλληνα Θεού έγινε στο χώρο της Άπω Ανατολής.
Πιο κάτω τονίζει:
«Ο Σκάνδα γεννήθηκε από τον πατέρα του, Σίβα, που βρίσκεται πάνω στο κοσμικό όρος που ονομάζεται Καϊλάσα ή Μηρού. Παραβάλλοντας ένα γλωσσολογικό λογοπαίγνιο βλέπουμε πως ο Διόνυσος γεννήθηκε από το ‘μηρό’ του πατέρα του, ίσως από αυτό διαφαίνεται μια συγγένεια της τοποθεσίας Μηρού με την ελληνική λέξη μηρός.»
Τα αναφερόμενα, για τη ‘Νύσα και μηρόν’, δεν είναι αυθαίρετες απόψεις του Όττο, όπως αρχικά πιστέψαμε.
Τις βρήκαμε μελετώντας το αρχαίο κείμενο:

«κ δ τν τοιοτων Νυσαους δ τινας θνος προσωνμασαν κα πλιν παρ΄ ατος Νσαν Διονσου κτσμα͵ κα ρος τ πρ τς πλεως Μηρν» (Στρ. 15.1.8)
Δηλαδή,
«Από τους Νυσαίους αυτούς μάλιστα μερικοί ονόμασαν, έτσι, κάποιο έθνος και την πόλη τους ονόμασαν Νύσαν που χτίστηκε από το Διόνυσο, και το βουνό γύρω από την πόλη λεγότανε Μηρός.»

Ο Χάριγκαν θεωρεί πως η πατρίδα του Διόνυσου είναι το νότια της Ινδίας νησί, Σρι Λάνκα, η παλιότερα ονομαζόμενη Κεϋλάνη. Στην κλασική αρχαιότητα είναι γνωστό το νησί αυτό ως ‘Ταπροβάνη’. Έτσι ονομάζεται από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Αργότερα παρουσιάζεται με την ονομασία ‘Λάνκα’.

«Τν δ Ταπροβνην πελαγαν ενα φασι νσον πχουσαν τν νοτιωττων τς νδικς τν κατ τος Κωνιακος πρς μεσημβραν μερν πτ πλον» (Στρ. 15.1.14)

Και αλλού, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ονησικρίτου το μέγεθός της είναι χίλια πεντακόσια στάδια:
«οον περ τς Ταπροβνης νησκριτς φησι μγεθος μν εναι πεντακισχιλων σταδων͵ ο διορσας μκος οδ πλτος͵ διχειν δ τς περου πλον μερν εκοσιν·»(15.1.15)

Το Καταραγκάμα

Στο νησί αυτό, του ινδικού νότου, υπάρχει το όρος Καταραγκάμα.
«Σε μια ξερή ζούγκλα στο νοτιοανατολικό άκρο της Σρι Λάνκα απλώνεται το Καταραγκάμα ή Κατίρ-Καμάμ, ο τόπος του φωτός, της σφοδρής αγάπης. Ένας ιερός τόπος που συνδυάζει τις εξαιρετικές αρχαιότητες και την ιερότητα καθώς έλκει αρκετές χιλιάδες πιστών Βουδιστών, Ινδουϊστών ακόμη και Μουσουλμάνων που καταφθάνουν όλο το χρόνο, ειδικά, όμως, στη διάρκεια του δεκαπενθήμερου φεστιβάλ της Αεσάλα τον Ιούλιο-Αύγουστο ... Τότε επικρατεί ένα αρχαϊκό πνεύμα μιας ανεξήγητης ευφορίας, μιας αέναης ανανέωσης και θεϊκής αναγέννησης. Η θεότητα του Καταραγκάμα δίνει επίσης την αίσθηση της σωτηριολογικής διάστασης του Θεού, μέσω μιας Θεόπνευστης Ψυχοπομπής που οδηγεί τους ακολούθους του, στον Πρόναο του Θανάτου, μέσα σε ένα απόλυτο πνεύμα όπου οι πιστοί εξαγνίζονται, αποκτώντας, συνάμα, την αίσθηση της ελευθερίας από κάθε εσωτερική ή εξωτερική τυραννία σε συνδυασμό με όλες τις αντιθέσεις που παρουσιάζονται.»
Παραθέσαμε όλα τα παραπάνω για να τονίσουμε πως ο μελετητής, μας προοιωνίζει, πως βρισκόμαστε, ήδη, στον Οίκο του Διονύσου ή του ινδικού Σκάνδα.
Προς επίρρωση της θέσης και της άποψής του αυτής μας δίδει τις αναφορές του αλεξανδρινού Κλαύδιου Πτολεμαίου σχετικά με τη νήσο Ταπροβάνη (Λάνκα).

Ο Πτολεμαίος χαρτογραφεί την Ταπροβάνη

Στο έργο του αναφερόμενου γεωγράφου «Γεωγραφική Υφήγησις» αναφέρεται η νοτιοανατολική ακτή -όπου βρίσκεται και το όρος Καταραγκάμα - ως ‘Θάλασσα Διονύσου’. Στα χρόνια αυτά του Πτολεμαίου (2ος αιώνας) η νήσος Ταπροβάνη και ειδικά το αναφερόμενο όρος, ήταν, ήδη, γνωστός τόπος λατρείας. (Αυτό επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά).
Μερικές αναφορές επί πλέον του Πτολεμαίου μας προσθέτουν στοιχεία για την Ταπροβάνη. Ο γεωγράφος αναφέρεται στο «Ακρωτήριον του Διονύσου» και για κάποιο αρχαίο οικισμό κοντά στον ακρωτήριο αυτό, που όπως τον πληροφόρησαν οι αλεξανδρινοί ναυτικοί ονομάζεται «Πόλη του Διόνυσου ή του Βάκχου». (σ.σ. Παρατηρήσαμε ότι η λέξη ‘Διόνυσος’ δεν υπάρχει στον πτολεμαϊκό χάρτη αλλά γράφει ακριβώς: “Bachi ciuitat”, και το προβαλλόμενο ακρωτήριο δεν αναγράφεται ως Διονύσουή στη λατινική εκδοχή του.— Παραθέτουμε λεπτομέρεια του χάρτη. )
Ο Χάριγκτον αναζητώντας ερείσματα για θεμελίωση των θέσεων του μας προβάλλει τους Ύμνους του Ομήρου και συγκεκριμένα το συγκεκριμένο κομμάτι : «Ύμνοι στο Διόνυσο»(Λ 1-4), όπου ο Όμηρος προβαίνει σε επίκληση του θεού, λέγοντας πως εμφανίστηκε σε κάποιο ακρωτήρι:
«Διόνυσος,
ο υιός της ξακουστής Σεμέλης,
για αυτόν ομιλώ
και θα πω πως εμφανίστηκε στην ακτή της άοκνης θάλασσας,
στο προεξέχον ακρωτήρι
με την εφηβική μορφή του»
Οι ναυτικοί, μας λέγει, του ‘ελληνο-αιγυπτιακού’ κράτους της αρχαιότητας, οι οποίοι είχαν συγγενική σχέση με τη λατρεία του Διονύσου (ως Έλληνες, δηλαδή) καθώς γνωρίζανε και τους ομηρικούς «Ύμνους του Διονύσου», τα είχανε αυτά στο νου τους όταν ομιλούσαν για την περιοχή του Καταραγκάμα.
«Προφανώς, οι αλεξανδρινοί ναυτικοί, συμπεριλαμβανομένου και του Πτολεμαίου, πιστεύανε πως η εξωτική Ταπροβάνη ήταν η πραγματική πατρίδα του Διονύσου, όπως αναφέρθηκε από τον Όμηρο, χίλια χρόνια πριν, τον ένατο, δηλαδή, αιώνα π.Χ. Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να περικλείει τις πεποιθήσεις των χρόνων εκείνων: πως η Λάνκα ή η Ταπροβάνη, ήταν οι λεγόμενοι Αντίποδες του αρχαίου ελληνικού κόσμου».
Έτσι οι αναφερόμενοι ερευνητές με τις επιστημονικές εκδόσεις τους, επιζητούν να μας προσανατολίσουν στη θεώρησή τους, πως η γενέθλια γη του Διονύσου βρίσκεται στον ινδικό νότο... Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα; Μήπως έχουν αγνοήσει μερικές σημαντικές παραμέτρους; Ας συνεχίσουμε όμως.

Ο ελληνο-ρωμαϊκός κόσμος και οι Ινδίες

Στο βιβλίο του ο ερευνητής Γκανανάθ Ομπεγεσεκέρε καθώς εξετάζει τις σχέσεις του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου με την Άπω ανατολή και την απήχηση της ινδικής θεάς Παττίνι κάνει μια εκτενή αναφορά για τις εμπορικές σχέσεις της εποχής.
Η επικοινωνία μεταξύ της Δυτικής Ασίας και της Ινδίας, μας διευκρινίζει ο Ομπεγεσεκέρε, άρχισαν από την κλασική εποχή και συνεχίστηκαν μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Τουλάχιστον 120 πλοία κάθε χρόνο απέπλεαν από τον Όρμο του Μύου της Ερυθράς Θάλασσας με προορισμό την Ινδία. Όταν όμως ο Ιππόλυτος, ένας Έλληνας ναυτικός, ανακάλυψε το 45 μ.Χ., την κατεύθυνση και τη δυναμική των μουσσώνων στη ναυσιπλοΐα, μέσω της οποίας ένα πλοίο από το λιμάνι Οσελίς του Άντεν μπορεί μέσα σε σαράντα μέρες να βρίσκεται κατευθείαν στην Ινδία, τότε το εμπόριο αυξήθηκε κατακόρυφα. Σημειώνει ο Ομπεγεσεκέρε: «το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου στο Μαλαμπάρ και στη Νότιο Ινδία γινότανε με την Αλεξάνδρεια, που ήταν το όνομα του μεγάλου Έμπορα, του ελληνο-ρωμαϊκού κόσμου».
Με την άνθιση του εμπορίου, οι εμπορευόμενοι έφεραν μαζί τους και τα λατρευτικά πιστεύω τους.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως η εμπορική αυτή αναφορά δεν αναιρεί την παρουσία των Ελλήνων στους προηγούμενους αιώνες στην Ινδική χερσόνησο. Ίσως και πριν από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, πριν, δηλαδή, του τετάρτου αιώνα προ Χριστού. Και εδώ παραβάλουμε τις αναφορές του Στράβωνα για το Διόνυσο και τον Ηρακλή στην προϊστορική εποχή.
Το ερώτημα που παραμένει με όλη αυτή τη μακροσκελή αναφορά είναι:
Πήραν οι Έλληνες από την Ταπροβάνη (Σρι Λάνκα) τη θεότητα Σκάνδα και τη μετέφεραν ως ‘Διόνυσο’ στην Ελλάδα;


Ήρθε από το πέλαγος’

Στο ερώτημά μας απαντάει ο ιστορικός ερευνητής Αμερεσεκέρε από την Σρι Λάνκα:
«Προφορικές παραδόσεις, αρχαιολογικά τεκμήρια, καθώς και η Μαρτυρία του Μαχαβάμσα ή του ‘Μεγάλου Χρονικού’, επιβεβαιώνουν ότι ο Καταραγκάμα έχει ιστορικό βάθος και αποτελεί λατρευτικό κέντρο πριν από τη χριστιανική εποχή.
» Είναι ευρέως γνωστό ότι όλοι οι θεοί, στη Σρι Λάνκα, απεικονίζονται ερχόμενοι από τη θάλασσα. Σύμφωνα με τους θρύλους του Σινχαλέσε ο θεός του Καταραγκάμα ήρθε στη Λάνκα όπως έρχονται οι ξένοι, με μια πρωτόγονη σχεδία, (σ.σ. αναφέρεται στη γλώσσα Sinhala: ‘gal-poruwa’ που μεταφέρεται στην αγγλική ως ‘stone raft’, η ακριβής μετάφραση θα μπορούσε να ήταν ‘λίθινη σχεδία’). Αποβιβάστηκε στη νότια ακτή του νησιού και μετά βαδίζοντας πήγε στο όρος Καταραγκάμα όπου και παρέμεινε από τότε σε αυτό».
Άρα η θεότητα αυτή που παρουσιάζεται όμοια του Διονύσου δεν κατάγεται από τη νήσο αυτή, ήρθε, «όπως έρχονται οι ξένοι» στο νησί, από τη θάλασσα. Όπως, ακριβώς, πήγαν εκεί και οι Έλληνες ναυτικοί…
Είναι σαφέστατος ο Ησίοδος που περιγράφει στη ‘Θεογονία’ του ως ’χρυσοκόμη’ το Διόνυσο και ‘ξανθή’ την Αριάδνη, που καμία σχέση δεν έχουν ούτε με αιθιοπική ούτε με ινδική καταγωγή:

Χρυσοκόμης δὲ Διώνυσος ξανθὴν Ἀριάδνην,
κούρην Μίνωος, θαλερὴν ποιήσατ᾽ ἄκοιτιν.»
(Ησιόδου, Θεογονία 947)


-->
Φώτο: Διόνυσος και Αριάδνη, υπό της σκέπης κλάδου Αμπέλου. Απεικόνιση σε χρυσό κρατήρα που βρέθηκε στην περιοχή του Δερβενίου –Θεσσαλονίκης.

Ο Στράβων μας δίνει, μέσα από τις Βάκχες του Ευρυπίδη, την ανάμνηση που άφησε ο Διόνυσος στους ασιατικούς λαούς όταν κατέκτησε την «σαν τε πσαν» στο απώτατο παρελθόν:

« μν γρ ν τας Βκχαις τας Εριπδου Δινυσος τοιατα νεανιεεται λιπν δ Λυδν τς πολυχρσους γας Φρυγν τε Περσν θ΄ λιοβλτους πλκας Βκτρι τε τεχη τν τε δσχειμον χθνα Μδων πλθον ραβαν τ΄ εδαμονα σαν τε πσαν».(Στρ. 15.1.7)

Όπως παραθέτουμε παρακάτω, μας δίνει ακόμη, την εικόνα των Ινδών της εποχής, οι οποίοι είναι αδύνατον να έχουν ως πρότυπο ή θεό τον Διόνυσο, αφού δεν ακολουθούν τις συνήθειες και προτιμήσεις του. Ο οινοπότης θεός, ο προστάτης της αμπέλου, ο στολισμένος με τον κισσό, ήταν μάλλον ξένος προς τους Ινδούς που βιώνουν έναν διαφορετικό τρόπο ζωής από αυτόν που προτείνει ο Διόνυσος. Απλά, ίσως, είχαν μείνει στη μνήμη τους κάποια στοιχεία λατρευτικά, από την κυριαρχία του σε αυτούς ή ακόμη και νεότερα από το στρατό του Αλεξάνδρου που κατείχε το βόρειο μέρος της Ινδίας.
Σημειώνει ο Στράβων:

«Ετελες δ κατ τν δαιταν νδο πντες͵.... οδ γρ γρμματα εδναι ατος͵ λλ΄ π μνμης καστα διοικεσθαι· επραγεν δ΄ μως δι τν πλτητα κα τν ετλειαν· ονν τε γρ ο πνειν λλ΄ ν θυσαις μνον͵ πνειν δ΄ π΄ ρζης ντ κριθνων συντιθντας· κα σιτα δ τ πλον ρυζαν εναι οφητν». (15.1.53).

Δηλαδή,

«Οι Ινδοί είναι όλοι λιτοδίαιτοι, ...δεν γνωρίζουν τη γραφή και δεν διοικούνται από γραπτούς νόμους αλλά από αυτά που τους λένε προφορικά. Είναι όμως χαρακτηριστικοί για την απλότητά τους και την ευτέλειά τους. Δεν πίνουν ούτε οίνο, μόνο στη διάρκεια των θυσιών πίνουν λίγο ζύθο από ρύζι αντί να συνθλίψουν το κριθάρι ( να φτιάξουν κανονική μπύρα, δηλαδή) και τρώνε κυρίως ρύζι και αυτό σαν ρόφημα»

Η εικόνα που αποκομίζουμε από τα ανωτέρω δεν μας οδηγεί στη λατρεία ενός θεού, όπως είναι ο εύθυμος και βακχικός Διόνυσος.
Εξάλλου ο Ηρόδοτος που έζησε πεντακόσια χρόνια πριν από το Στράβωνα μας παρέχει σημαντικές πληροφορίες για το Διόνυσο καθώς αναφέρεται για τους Βουδίνους:

«Βουδῖνοι δὲ ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλὸν γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν·...[2] ἔστι γὰρ δὴ αὐτόθι Ἑλληνικῶν θεῶν ἱρὰ Ἑλληνικῶς κατεσκευασμένα ἀγάλμασί τε καὶ βωμοῖσι καὶ νηοῖσι ξυλίνοισι, καὶ τῷ Διονύσῳ τριετηρίδας ἀνάγουσι καὶ βακχεύουσι. εἰσὶ γὰρ οἱ Γελωνοὶ τὸ ἀρχαῖον Ἕλληνες, ἐκ τῶν δὲ ἐμπορίων ἐξαναστάντες οἴκησαν ἐν τοῖσι Βουδίνοισι· καὶ γλώσσῃ τὰ μὲν Σκυθικῇ, τὰ δὲ Ἑλληνικῇ χρέωνται. (Ηροδότου βιβλ. 4, 108)

Από την παράγραφο αυτήν βλέπουμε πως ο Ηρόδοτος είναι απόλυτος για την των «Ἑλληνικῶν θεῶν» καταγωγή του Διονύσου.
Την πατρίδα του Διο-νύσου, την πόλη Νύσα, δηλαδή, δεν την ψάχνει ο Ηρόδοτος στην Ινδία, που θεωρεί πως είναι το τελευταίο κατοικημένο μέρος της ανατολής:

«μέχρι δὲ τῆς Ἰνδικῆς οἰκέεται Ἀσίη· τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης ἔρημος ἤδη τὸ πρὸς τὴν ἠῶ, οὐδὲ ἔχει οὐδεὶς φράσαι οἷον δή τι ἐστί» ( μέχρι την Ινδική κατοικείται η Ασία, ανατολικά από αυτήν υπάρχει έρημος..κλπ...) Ηρόδοτος 4,2, αλλά μας πληροφορεί πως η ιερή πόλη Νύσα βρίσκεται νότια της Αιγύπτου, στην Αιθιοπία, και όπου εκεί τιμούν τον Διόνυσο με εορτές:

«Αἰθίοπες οἱ πρόσουροι Αἰγύπτῳ, ... οἵ τε περί τε Νύσην τὴν ἱρὴν κατοίκηνται καὶ τῷ Διονύσῳ ἀνάγουσι τὰς ὁρτάς·» (Ηρ.4ο ,97)

Παραθέτουμε τα ανωτέρω για να καταστεί σαφές πως οι αρχαίοι Έλληνες, δεν αναζητούσαν τις ρίζες του Διονύσου στην ανατολή, αλλά, μάλλον, η Ανατολή οφείλει να αναζητήσει τις ρίζες της στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.

Ο Διόνυσος, ο Αλέξανδρος και ο Αλ Σικανδάρ

Ο ιστορικός ερευνητής Φρεντ Κλόθεϋ (Fred W. Clothey) παραθέτει μια άλλη διάσταση της   ένωσης του ινδικού Σκάνδα και τον ελληνικό Διόνυσο:
«Μέσα στο γενικότερο πνεύμα των Μακεδόνων Βασιλέων, που στόχευαν στην αφομοίωση της εντόπιας (ινδικής) λατρείας με αυτήν του ελληνικού Διόνυσου, ενσωμάτωσαν το θρύλο του Αλεξάνδρου στην ινδική θεογονία».

Ο ερευνητής προχωράει ακόμη περισσότερο σημειώνοντας τα εξής:
 «Από μια γλωσσολογική υπόθεση, το όνομα Αλέξανδρος και Σκάνδα μεταφραζόμενα στα αραβικά λέγονται και τα δύο ως Άλ Σικανδάρ, δηλαδή Αλέξανδρος»!...

Ο Γκοπάλα Πιλλάι (N. Gopala Pillai) αμφισβητεί πως η λατρεία του Σκάνδα προήλθε από τη λατρεία του Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρου, όπως έγινε στη Βόρειο Ινδία.
Μερικοί όμως, μελετητές παίρνουν την άποψη αυτή πολύ σοβαρά.
 Όπως ο Κλόθεϋ, που προαναφέραμε.
Αποδέχεται πως "τα παρουσιαζόμενα στοιχεία του Σκάνδα προέρχονται από μια θεογονία- που είναι εικονογραφημένη και σαφώς εμποτισμένη με τον αλεξανδρινό εξελληνισμό».

Πηγές - Σχετικές Αναφορές

1.Στράβων: «περί νδαν κα Περσδα.»
2. Ηροδότου Ιστορίαι
3. Ησίοδος, Θεογονία
4. Πτολεμαίου Κλαύδιου Αλεξανδρέως: Περί γεωγραφίας BASILEAE, MD XXX II(1533).
5. Patrick Harrigan, « Dionysus and Kataragama: Parallel Mystery Cults» δημοσιεύτηκε: The Journal of the Institute of Asian Studies’, (Vol. XIV No. 2 March 1997, pp. 1-28.)
6. H.E. Ameresekere, "The Kataragama God shrines and Legends", Ceylon Literary Register, third series, Vol. I. No. 7, July 1931, p. 291.
7. Walter F. Otto, Dionysus: Myth and Cult, trans. Robert Palmer, (Bloomington and London: Indiana University Press, 1965), p. 24.
8. Fred W. Clothey, The Many Faces of Murukan, (The Hague, Paris and New York: Mouton Publishers, 1978).
9. Gananath Obeyesekere, The Cult of the Goddess Pattini, -Chicago: University of Chicago Press, 1984,
10. Alain Danielou, Shiva and Dionysus, trans. K.F. Hurry (New York: Inner Traditions International, 1982).
11.N. Gopala Pillai, "Skanda: the Alexander Romance in India", Proceedings of the All-India Oriental Conference, (Trivandrum: Government Press, 1937), Vol. IX, pp. 955-977.


Ελεύθερος ο Βάσκο

Ο Βάσκο (Vasilije Gligorijevic) είναι ελεύθερος.

Το παρακάτω κείμενο αναρτήθηκε από τον Ακρίτα:

Ευχαριστώ αυτούς που έμμεσα και κυρίως άμεσα( ειδικά την Κα Γκατζούλης της Παμμακεδονικής ΗΠΑ και τον Κο Βιτάλη του ΠΑΜΜΕ) βοήθησαν στο να βρεθεί ξανά ο Βάσκο ανάμεσά μας.
Ο αγώνας κατά του Σλαβομακεδονισμού ή ψευδομακεδονισμού όπως λέει ο Βάσκο συνεχίζεται.
Ακολουθεί κείμενο-δήλωση του Βάσκο:

Διαβάστε τη δήλωση στο διπλανό: Μακεδονικά ...και άλλα

Κάποτε στην Ιορδανία...

Κάποτε στην Ιορδανία...

Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος

Σύμβολα, Θεοί, Ναοί, Γλώσσα, Γραφή.
Όπου και να κοιτάξεις θα τα βρεις δίχως να κοπιάσεις καθόλου.
 Η μάνα γη σου τα πετάει στα μούτρα για να ξυπνήσεις.
Μάταια, σε πήρε ο ύπνος και σήμερα.
Αυτός ο λήθαργος, ο λήθαργος αιώνων θα σε καταπιεί...



Ναός της Αρτέμιδας στη Γεράσα της Ιορδανίας



Γεράσα– Gerasa- Jerash

Η πόλη Γεράσα (Gerasa) των ελληνορωμαικών χρόνων ήταν μια ακμάζουσα πόλη της ελληνιστικής ανατολής. Τον δεύτερο αιώνα π.Χ.. κατοικείτο, από πληθυσμό που το μεγαλύτερο μέρος του ήταν ‘ελληνιστικό’ και το υπόλοιπο σημιτικής προέλευσης. Αυτό μας γίνεται γνωστό εξαιτίας της ίδρυσης στην πόλη λαμπρού ναού προς τιμή της Αρτέμιδας που λατρευότανε από τον ελληνικό πληθυσμό, ενώ ο Ζεύς ήταν προτιμητέος στο σημιτικό κομμάτι του πληθυσμού.
Ο μαρμάρινος ναός της Αρτέμιδας, που στολίζει τη σύγχρονη πόλης Jerash της Ιορδανίας, τελειοποιήθηκε το 150 π.Χ. στη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Πίου. Όλο το οικοδόμημα είχε δώδεκα κολώνες κορινθιακού ρυθμού και από αυτές σήμερα ένδεκα βρίσκονται όρθιες στο σημείο που τοποθετήθηκαν την αρχαία εποχή. Ο αρχαίος ναός είναι εντυπωσιακός ακόμη και σήμερα και τονίζει την ακμή της αρχαίας πόλης.
Το 'γούρι' του σπιτιού. Αριστερόστροφος αγκυλωτός σταυρός στην είσοδο βυζαντινής οικίας.

Στην πόλη αυτή γεννήθηκε ο μεγάλος μαθηματικός Νικήμαχος της Γεράσας που έζησε από το 60 έως το 120 μ.Χ. Πάγνωστο είναι το έργο του «Αριθμητική Εισαγωγή», όπως επίσης «Η θεολογία των Αριθμών», “Το εγχειρίδιο των Αρμονικών» και πολλά άλλα. Στην «Αριθμητική Εισαγωγή» χρησιμοποίησε αραβικούς αριθμούς και μεταφράστηκε από τα ελληνικά στα ρωμαϊκά. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε βασικό εγχειρίδιο για τη γνώση των μαθηματικών πάνω από χίλια χρόνια.

Γράφει στην ψηφιδωτή επιγραφή : " ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΑΝΕΚΤΙΣΘΗ Η ΣΕΠΤΗ ΜΟΝΗ ΑΥΤΉ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΕΠΙ ΙΩΒ ΕΠΙΣΚΟΠΩ ……….. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΓΚΛΙΣΤΟΥ ΥΠΕΡ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΡΠΟΦΟΡΗΣΑΝΤΩΝ … "

Γύρω από την επιγραφή γράφει: "ΤΙΓΡΗΣ ΕΥΦΡΑΤΗΣ ΓΗ ΩΝ ΦΥΣΩΝ"



"ΕΥ ..ΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ"


Πόλη Μαντάμπα— Madaba - Ιορδανία

Η Μαντάμπα είναι η πόλη των ψηφιδωτών ή μωσαϊκών. Τα ψηφιδωτά της ανήκουν στον πέμπτο και έκτο αιώνα. Είναι σπάνιας τεχνοτροπίας και το σημαντικότερο δίδουν την ιστορία της πόλης μέχρι το μεγάλο σεισμό του 747 που την ισοπέδωσε κυριολεκτικά.
Από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τον όγδοο αιώνα η παράδοση της πόλης ‘ελληνοτροπούσε’ . Μπορεί η θρησκεία να άλλαξε και από το αρχέγονο δωδεκάθεο να πήγε στον ιουδαϊκό μονοθεϊσμό, η γλώσσα όμως και η γραφή παρέμεινε ίδια πάνω από χίλια χρόνια.


Ψηφιδωτό παλαιού χριστιανικού ναού. Υπάρχουν πολλές πόλεις της εποχής (5-6ος αιώνας). Μεταξύ αυτών η Φιλαδέλφια, η Σεβαστίς, η Νεάπολης.




Ψηφιδωτό δάπεδο από βυζαντινή οικία. Απεικονίζει τον Ιππόλυτο και τη Φαίδρα από το θεατρικό έργο του Ευριπίδη.

Το ψηφιδωτό δάπεδο του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Modaba (6ος αιώνας) αναπαριστά όλη την περιοχή, στο κέντρο : "Η ΑΓΙΑ ΠΟΛΙΣ ΙΕΡΟΥΣΑ(ΛΗΜ). Η γραφή είναι ελληνική.